Αναστάσης Βιστωνίτης

Συζήτηση με την Τιτίκα Δημητρούλια

Το ποίημα είναι “ένα φωτεινό μαχαίρι / μπηγμένο κάθετα στις πόλεις.” “Το ποίημα δεν είναι φωνή, / πέρασμα πουλιού. / Είναι πυροβολισμός / στον ορίζοντα και την Ιστορία.” Αυτά τα έγραφες στα 20 σου χρόνια κι έγιναν μάλιστα και στίχοι σε ραπ τραγούδι πρόσφατα. Σαράντα χρόνια ακριβώς μετά, τι είναι για σένα το ποίημα;

Πέρασαν σαράντα χρόνια, αλλά τι σημαίνει χρόνος για τον ποιητή; Αναρωτήθηκα πολλές φορές: τι μετράει το ρολόι; Το ρολόι δεν μετράει χρόνο αλλά χώρο. Για τον ποιητή χρόνος είναι το κενό διάστημα. Αυτή, η απολλώνεια, ας πούμε, άποψη, είναι η μεγάλη αντίφαση με την οποία βρίσκεσαι μια ζωή αντιμέτωπος, γιατί δεν είσαι Απόλλων αλλά μακρινός απόγονος του Μαρσύα, θέλεις δεν θέλεις. Όσο για το τί είναι το ποίημα για μένα, δεν νομίζω ότι έχει αλλάξει επί της ουσίας τίποτε από τα όσα με ας πούμε νεανικό πάθος λέω στην Ars Poetica, όπου ανήκουν αυτοί οι στίχοι. Βέβαια, το πώς μετεξελίχθηκαν αργότερα στην ποίησή μου είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Και τι σημαίνει άραγε εκείνο που είπε ο Μπωντλαίρ: ότι ποιητής είναι αυτός που γεννιέται με την εμπειρία μέσα του;

Από την πανταχού παρούσα πόλη, στην κάμαρα αλλά και στη φύση, από το μύθο στην Ιστορία, από τη μνήμη του κειμένου στη μνήμη της γραφής, από το βίωμα στο στοχασμό, από τον ρομαντισμό στον μοντερνισμό: η αναγωγή ως μέθοδος, ως ποιητική, ως κοσμοαντίληψη;

Η προσωπική περιπέτεια του καθενός και τα βιώματά του είναι πάντοτε η αφετηρία, όμως αυτό δεν αρκεί. Φυσικά, τα πάντα μπορούν να εκφραστούν σε στιχουργημένη μορφή. Αλλά αν το αποτέλεσμα θα είναι ποίημα -και όχι στιχουργημένη πρόζα- είναι μια άλλη ιστορία. Τα ποιήματα δεν γράφονται παρά μόνον όταν είσαι τυχερός. Για μένα ο στοχασμός αποτελεί προέκταση του βιώματος, η κάμαρα μορφή του χώρου, η μνήμη μνήμη των νεκρών και των απόντων, όμως σε όλα αυτά δεν υπάρχει τίποτε προγραμματικό και η αναγωγή, όταν επιτυγχάνεται, είναι αποτέλεσμα της ευτυχισμένης στιγμής, όταν δηλαδή το ποίημα «το έχεις» πριν το γράψεις. Αλλά κι αυτό δεν το ξέρεις προ του αποτελέσματος – καμιά φορά ούτε και τότε. Η πόλη κυριαρχεί στην ποίησή μου, με μια διαφορά ωστόσο: λειτουργεί ως ιστορική έκφραση της μυθικής της εικόνας, δηλαδή του Λαβυρίνθου.

Συνεχίζω: από την ποίηση στο δοκίμιο και την κριτική;

Δοκίμιο έγραφα από πολύ μικρός. Κάποτε μάλιστα έγραψα ακόμη και διηγήματα. Αλλά ο Γ.Θ. Βαφόπουλος μου είπε, το 1971, πως ο ποιητής μπορεί να γράψει μόνο δοκίμιο, κριτική και θέατρο. Κι αυτό έκανα από τότε. Δηλαδή πάντοτε έγραφα παράλληλα και ποίηση και δοκίμιο. Λ.χ. στα Πρόσωπα του Ιανού (1995) υπάρχει ο στίχος «Γράφοντας τη μια μέρα ποιήματα και την άλλη δοκίμια: σαν αμφίβιο». Θα έλεγα λοιπόν πως μεγάλο μέρος της πρόζας μου είναι προέκταση της ποίησής μου ή καλύτερα η συνέχειά της με άλλα μέσα. Πρόκειται φυσικά για μεταφορά, που παραπέμπει στον Κλαούζεβιτς, αλλά ίσως και για κρυπτομνησία, αφού την ίδια περίπου μεταφορά έχει χρησιμοποιήσει και ο Γιόζεφ Μπρόντσκι. Όταν αποφάσισα να βγω στο δοκίμιο συνειδητοποίησα πως ήταν αδύνατον χωρίς γνώσεις φιλοσοφίας. Έτσι, το 1972 ζήτησα από τον Γιώργο Μουρέλο να παρακολουθήσω ως ακροατής τα μαθήματά του, επί δύο χρόνια, στο εργαστήριο φιλοσοφίας για τους τεταρτοετείς στο Αριστοτέλιο Πανεπιστήμιο. Ήταν μια μαθητεία καθοριστική. Ο αρμονικός συνδυασμός καρτεσιανού πάθους και καλλιτεχνικής ευαισθησίας που διέκρινε τον Μουρέλο έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πρόζας μου. Ωστόσο η ποίησή μου καθαυτή νομίζω πως τον ίδιο περίπου δρόμο θα ακολουθούσε. Αλλά κανένας ποτέ δεν ξέρει.

“Υπάρχουν οι λέξεις που μας ορίζουν. / Προτιμώ να παίζω με τις λέξεις – / καμιά φορά σε κάνουν να ξεχνάς το αίμα.» Ποιες λέξεις σε ορίζουν; Ξεχνάς το αίμα; Την εξωτερική και εσωτερική βία που ορίζει και την ποίησή σου;

Μου είναι δύσκολο να πω αν και πόσο καθοριστική είναι η βία στην ποίησή μου. Ζήσαμε και ζούμε σε μια κοινωνία βίας και τα καταγωγικά βιώματα, της δικής μου γενιάς τουλάχιστον που ωρίμασε μέσα στη δικτατορία, είναι βιώματα βίας. Αλλά η βία διατρέχει μεγάλο μέρος της ελληνικής -και όχι μόνον- παράδοσης. Στην ποίηση, όπως είπε ο Οκτάβιο Πας, έχουμε το βίαιο ξερρίζωμα των λέξεων, γιατί μόνον έτσι απελευθερώνεται το κρυφό τους νόημα. Η ένταξή τους επομένως στο ρυθμικό σχήμα, που είναι αναγωγή στη χειρονομία, σ’ εκείνο το οποίο τελικά μας υπερβαίνει και το απευθύνουμε στους άλλους, συνιστά πράξη ελευθερίας. Για τούτο και δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στον Πας, που προέρχεται κι αυτός από μια κοινωνία βίας. Αρκεί μια απλή ανάγνωση της Ορέστειας.

«Η θάλασσα το μαύρο οξύ / τρώει τα κράσπεδα τούτης της πολιτείας / κι εγώ έξω από τον καιρό, / μεθυσμένο ναυάγιο στη σκοτεινή μου πλήξη.” Η πόλη σήμερα, η χώρα σήμερα κι εσύ απέναντί τους;

Οι ποιητές είμαστε, θέλουμε δεν θέλουμε, παιδιά της ιστορικής εποχής. Όμως δεν μπορούμε να απεμπολήσουμε τη μυθική μας συνείδηση. Το πώς προσλαμβάνεται η προσωπική και η ιστορική εμπειρία και πώς μεταστοιχειώνεται μέσω της μυθικής συνείδησης είναι ένα περίπλοκο ζήτημα. Οι μοντερνιστές έγραψαν εξαιρετικά πράγματα, όμως κάποιες από τις λύσεις που πρότειναν υπήρξαν προκρούστειες. Ο Σεφέρης βέβαια, ο κατεξοχήν μοντερνιστής ποιητής μας, ήταν πολύ ευφυής, δεν την πάτησε να επιτεθεί στους ρομαντικούς, όπως έκαναν ο Πάουντ και ο Έλιοτ. Και πώς δηλαδή, όταν ο μείζων ρομαντικός μας είναι ο Σολωμός; Για μένα ο ποιητής βάζει απέναντι όχι μόνο την πόλη και τη χώρα αλλά και την ίδια την κοινωνία αν χρειαστεί – εφόσον φυσικά είναι έτοιμος να δεχτεί το όποιο ψυχικό και συναισθηματικό κόστος. Αλλιώς η Μούσα, αυτό το φανταστικό, αγγελικό και δαιμονικό αλλά κι εκδικητικό, όταν πας να το κοροϊδέψεις, πλάσμα, που απαιτεί τα πάντα και δεν υπόσχεται τίποτα, θα σου το πληρώσει. Οι στίχοι που παραθέτεις, οι οποίοι προέρχονται από τις Τέφρες του 1980, είναι στίχοι βαθιάς αποστροφής, εσωτερικής βίας όπως λες, με μια εξπρεσιονιστική σκληρότητα. Εντούτοις, τριάντα σχεδόν χρόνια αργότερα έγραψα πολύ πιο σκληρά πράγματα, όπως λ.χ. την τελευταία στροφή της Οδού Σόλωνος που περιέχεται στα Ρόδα της Αχερουσίας (2008): «Στο λήθαργο των σκουπιδιών/στην Ατλαντίδα του ρακοσυλλέκτη/τι είναι ψέμα και τι αλήθεια το ξεχάσαμε,/δειλοί επιλήσμονες κι υστερόβουλοι/σαν δαρμένοι σκύλοι έξω από τ’ ανάκτορα/που περιμένουν να τελειώσει το συμπόσιο/για να ορμήσουν στ’ αποφάγια».

“Κάτω από το παρόν σε κομμάτια / ανατέλλει το αύριο”;

Έτσι θέλω να πιστεύω. Μπορεί όμως και να δύει, αν κρίνουμε τουλάχιστον από τα όσα ζούμε τελευταία. Αλλά ίσως γι’ αυτό, ειδικά σήμερα, είναι αναγκαίο να αντιστρέψουμε τον Χαίλντερλιν: Σ’ έναν μικρόψυχο καιρό είναι που χρειάζονται οι ποιητές.

(Τα Ποιητικά, τχ. 5, Μάρτιος 2012, σελ. 22)