Η επέλαση του θανάτου

­Βαγγέλης Χατζηβασιλείου­

Είναι, πιστεύω, ολοφάνερο πως το ποιητικό έργο του Γιάννη Βαρβέρη (1955-2011), που θα κάνει την εκκίνησή του το 1975, με τη συλλογή Εν φαντασία και λόγω, και θα ολοκληρωθεί το 2011, με τη μεταθανάτια έκδοση Βαθέος γήρατος, αλλάζει αξιοσημείωτα από τη μέση περίπου και μετά της διαδρομής του, όταν δημοσιεύεται, εν έτει 2001, το βιβλίο του Στα ξένα. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης αυτής περιόδου, ο Βαρβέρης θα παραιτηθεί βαθμιαία από τον διαρκή και απηνή σαρκασμό, τις πολύμορφες φασματικές φιγούρες και τα άπειρα λεκτικά και ηχητικά παιχνίδια υπέρ της καυτής οδύνης ενός εξοντωτικά πολύπαθου ήρωα, ο οποίος μπορεί εν συνεχεία να μειώνει κάπως τα παθήματά του, αλλά σπεύδει εκ παραλλήλου να αυξήσει την εσωτερική του ένταση, παράγοντας έναν λόγο με άκρως δραματικό και, ταυτοχρόνως, βαθιά ειρωνικό χαρακτήρα.

Η ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΠΟΛΥΜΕΛΗΣ ΘΙΑΣΟΣ

Η πρώτη ποιητική φάση του Βαρβέρη καλύπτει τη δουλειά μιας εικοσαετίας, εντάσσοντας στους κόλπους της έξι συλλογές: Εν φαντασία και λόγω (1975), Το ράμφος (1978), Αναπήρων πολέμου (1982), Ο θάνατος το στρώνει (1986), Πιάνο βυθού (1991), Ο κύριος Φογκ (1993) και Άκυρο Θαύμα (1996). Ο Βαρβέρης ανήκει στους νεότερους κλώνους της γενιάς του 1970 και εμφανίζεται εξαρχής απαλλαγμένος από τα ιδεολογικά δεσμά που βάρυναν στα δοκιμαστικά τους βήματα ορισμένους από τους παλαιότερους. Ο χώρος του είναι από ιδρύσεώς του ο χώρος μιας απερίφραστα ατομικής περιοχής, όπου η ζωή αποκτά το καθολικό της νόημα μόνο μέσα από όσα ταλανίζουν αδιάκοπα τη μοναδιαία ύπαρξη. Το δέος του θανάτου, η διαδικασία του πένθους (ένα από τα πιο επίμονα μοτίβα στους στίχους του Βαρβέρη), το άγχος και το άχθος του έρωτα (κάθε έρωτας είναι μια σκιαμαχία – μια προαποφασισμένη ματαιοπονία), η νυχτερινή περιπλάνηση στην πόλη (με την ψυχή και τη σάρκα να καίγονται πάντα σε σιγανή φωτιά), η προσήλωση στην τέχνη της ποίησης και η λατρεία της γλώσσας (η μουσική ενός σπασμένου και από τη ρίζα του απρόθυμου να εκδηλωθεί αλλιώς λυρισμού): ιδού η φυσιογνωμία ενός αυστηρά προσωπικού ποιητή, που εκκοσμικεύεται χάρη στον τρόπο με τον οποίο μετατρέπει την υπαρξιακή θεματογραφία του σε αστική μυθολογία – μια μυθολογία που παίρνει σχήμα και μορφή είτε με το διαρκές ταξίδι μέσα στην πόλη είτε με την παρατεταμένη παραμονή στους κλειστούς και μισοφωτισμένους ή ονειρικά παραμορφωμένους χώρους της:

Κι αν δε ζώστηκα σμήγματα αφαλών
κι αν τρέμω τη φαλτσέτα του μπρούτζινου ντεληκανή
εκεί στη Φωκίωνος
μη μου σπαθίσει το βύζαγμα
είναι γιατί γαντζώνομαι
στ’ ουρανού το μπιμπερό τη μέρα
και τη νύχτα στη ρώγα της λάμπας μου.
– Αλλά ρε μάνα πώς να καβαλήσω το λευκό φαρί
ρε παιδιά πώς ν’ ανέβω στο γαϊδούρι της Επανάστασης
αφού είμαι χοντρός
και ζαλίζομαι.
Ενώ εγώ μετράω οσμές ανθρώπινες
κι ένα απ’ τα δυο
άλλες σφυρίζουν μέσα μου το φλερτ
κι άλλες το μίσος.

Ό,τι έχει να πει ο Βαρβέρης, θα το πει όχι με την πίστη στις υψωμένες σημαίες, αλλά με την καθημερινή τριβή και δοκιμασία του σαρκίου του. Ατομικός, ωστόσο, ποιητής δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και ένα εξομολογητικό ή αυτοαποκαλυπτικό πρόσωπο. Ο πρωτοπρόσωπος κατά κανόνα αφηγητής του Βαρβέρη, που αποτελεί συνήθως και τον κεντρικό του ήρωα, υποδύεται κάθε φορά κάτι διαφορετικό: ψυχρός εκτελεστής και ανυπεράσπιστο θύμα, ηδυπαθής νάρκισσος και δυσκίνητο, απορριγμένο κορμί, δονζουανικός κυνηγός και αφοσιωμένος εραστής, άκαρδος πατέρας και εγκαταλελειμμένος γιος, κυνικός σύντροφος και πιστός φίλος, νεάζων υπερήλιξ και υπερώριμος έφηβος. Ένα εγώ που διαμελίζεται σε πολυμελή θίασο, για να περιτρέξει κομμάτι κομμάτι τους δρόμους και τα στέκια του αθηναϊκού κέντρου και να επιστρέψει διαλεκτικά στον εαυτό του, οχυρωμένο ξανά πίσω από το αδιαφανές του κέλυφος:

Τελικά θα μπορούσα να είμαι
η γυναίκα μου
λόγω συμφωνίας χαρακτήρων
να με είχα παντρευτεί
με ωραία φωνή την οποία
και ακούω ευκρινέστατα.
Ευγενέστατος δε
και μαζί ευσυγκίνητος.
Τι λουλούδια θα μου ’κοβα.
Με λουλούδια θα μ’ έκοβα
και με λόγια που εγώ θα περίμενα.
Και θα ήξερα εγώ
μέχρι πότε να δίσταζα, με τι νάζια
ώστε ποτέ να μη με χάσω.

Η πολυδιάσπαση του ποιητικού εγώ οδηγεί εκ των πραγμάτων και στην πολυμορφία του ύφους: ο χλευασμός ή ο αυτοχλευασμός, η αλληλουχία των νοημάτων, αλλά και η συνειρμική διασπορά τους, το ασύνδετο των εικόνων, αλλά και ο περιγραφικός ρεαλισμός των παραστάσεων.

ΜΙΑ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Με τη συλλογή του Στα ξένα, ο Βαρβέρης δοκιμάζει μια καίρια μετατόπιση, θέτοντας σε κίνηση την εκτύλιξη μιας τραυματικής και εν κατακλείδι δραματικής βιογραφίας – μιας βιογραφίας με σημαδεμένα παιδικά και νεανικά χρόνια, επίπονη και βασανιστική παραμονή στην ξενιτιά και λυτρωτική (αν και πολύ βαριά πληρωμένη) επιστροφή στην πατρίδα. Ο βιογραφούμενος νιώθει ευθύς εξαρχής αποσυνάγωγος: προσηλωμένος απόλυτα στη μνήμη των νεκρών (Στην υγειά σας πεθαμένοι είναι το εισαγωγικό μότο του βιβλίου), χύνει ακούραστος (και σχεδόν εν θριάμβω) τα δάκρυά του για την απώλειά τους ενόσω ξέρει πως ο ίδιος σύρεται μονίμως πάνω από ένα βάραθρο απέραντης εκμηδένισης:

Ήμουν μικράκι
κι όλο έκανα σκοινάκι.
Πηδούσα χαρωπά από τον ένα
στον άλλο και στον άλλο ήχο
ψηλά με το σκοινάκι είχα το νου
αλλά το άφησα
μου έπεσε
στη μέση τ’ ουρανού.
Τώρα ήχο, ήχο
στην στρατόσφαιρα
στα αζήτητα
το σκοινάκι
πήρε μαζί του
και τη βαρύτητα.

Κι απ’ αυτή την προαναγγελία ενός ούτως ή άλλως χαμένου στοιχήματος, ο ποιητικός ήρωας του Βαρβέρη θα βρεθεί ξαφνικά, όπως το ’λεγα και πρωτύτερα, στην εξορία: μακριά από τη γενέθλια γη, χωρίς γνωστούς και φίλους, παντελώς αβοήθητος και, το χειρότερο, υποχρεωμένος να βλέπει ό,τι έζησε και ό,τι πόθησε ή ονειρεύτηκε από την αντίπερα όχθη, σαν ένας ξένος: ξένος στην ξένη χώρα μα και ξένος στον δικό του, τόσο οικείο τόπο, όπου οι πιο πολλοί τον έχουν κιόλας παραγνωρίσει ή λησμονήσει. Κι όταν ο ίδιος άνθρωπος θα επανακάμψει επιτέλους στα πατρώα εδάφη και θα απαλλαγεί από την τόσο τυραννική συνθήκη της εξορίας και της απομόνωσης, δεν θα καταφέρει, βεβαίως, να ξεχάσει ούτε την εμπειρία της υπερορίας ούτε τις τόσο πικρές (άσβηστες στον ψυχισμό του) συνέπειές της. Και θα συμπυκνώσει σε μια γνωμική ποιητική φράση (επιμύθιο και ταυτόχρονα καινούργια αφετηρία) το ποικιλοτρόπως δοκιμασμένο πνεύμα του:

Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι.
Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ πικραμένοι.
Αυτό μονάχα μας παρηγορεί.

Η έντονη ειρωνεία και η περιπλάνηση στην πόλη, που θα συνοδέψουν τον λόγο του Βαρβέρη κατά τη διάρκεια της πρώτης του περιόδου, είναι διά γυμνού οφθαλμού ορατές και Στα ξένα. Η έκτασή τους, ωστόσο, τείνει να περιοριστεί δραστικά ενώ εμφανώς διαφοροποιείται και η λειτουργία τους. Το παιχνίδι δεν γίνεται τώρα ποτέ για το παιχνίδι: η ειρωνεία του ποιητικού αφηγητή δεν είναι η ειρωνεία ενός αυξημένης ευαισθησίας παρατηρητή, που παρακολουθεί υπό γωνίαν την πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας τις γλωσσικές του δεξιότητες και τις νυχτερινές περιηγήσεις για να ενισχύσει τη σκίαση ή τον φωτισμό της εικονογραφίας του και να κάνει αποτελεσματικότερο τον εκφραστικό του μηχανισμό. Όλα αυτά τα στοιχεία επιστρατεύονται πλέον για να στηρίξουν το ολοζώντανο δράμα ενός πολλαπλά πληγέντος υποκειμένου, αποτρέποντας τυχόν αισθηματολογικές ή μελοδραματικές εκτροπές, που συνιστούν και τον μεγαλύτερο κίνδυνο σε τέτοια συμφραζόμενα.

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Με τα Πεταμένα λεφτά (2005), ο ποιητής δείχνει να σταθεροποιεί τη νέα του τροχιά. Δύο θα έλεγα πως είναι εδώ τα κεντρικά μοτίβα: η μοναξιά του σώματος, οδηγημένη στα όριά της, και η πλήξη ή η καθημερινή κατάπτωση και αποπληξία ως καταστάσεις που κρύβουν κυριολεκτικώς τον θάνατο. Το σώμα αντιπροσωπεύει για τον Βαρβέρη στα Πεταμένα λεφτά έναν απολύτως στεγανό οργανισμό, χωρίς καμιά δυνατότητα υποδοχής και φιλοξενίας του άλλου. Το σώμα μπορεί να επικοινωνήσει με τρίτους μόνο κατά την ερωτική συνεύρεση και τούτο πάλι υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα αποσπάσει κάτι εξωτερικό την προσοχή του, ότι δεν θα δοθεί κάποια αφορμή που να το κάνει να συνειδητοποιήσει ακόμα και τη μαγική ώρα του έρωτα τον εγκλωβισμό του σε ένα σύμπαν το οποίο αναζητεί επί ματαίω την ισορροπία του. Τι να ’ν’ το σώμα; αναρωτιέται ο ποιητής και βιάζεται να απαντήσει:

Μην είν’ οι κάμποι, τα ψηλά βουνά;
Κάτι από δύση θα ’ναι πάντως σε κραιπάλη
κι έχει στολίδια του μαντείες
να μη σαστίζει σ’ αλλαξοκαιριές.
Πάλι μπορεί και να ’ναι πέρασμα ενός τραίνου
κι όχι το πέρασμα ενός τραίνου επακριβώς
αλλά η ησυχία της διάβασης: – δυο ησυχίες:
εκείνη που προηγείται κι αυτή που έπεται.
Ή το πιο απίθανο, μες στον κοιτώνα
καθώς επικρατεί το σκόρπισμα του ελέους
κι οι αψήφιστες ραγισματιές στο ημίφως
να ’ναι μια σάρκα που φτεροκοπά
ενώπιον των οστών της.

Δεν είναι δύσκολο, φαντάζομαι, να καταλάβουμε πως υπό τέτοιους όρους η καταβύθιση της καθημερινότητας θα στήσει τρελό χορό γύρω από τη σπαραγμένη γεωγραφία του σώματος και θα εγκαταστήσει στη ζωή του ποιητικού πρωταγωνιστή βαρίδια ολκής. Βουίζει γύρω η πλήξη / και γλεντά, γράφει ο Βαρβέρης, για να συμπληρώσει γρήγορα και αποστομωτικά: Γλεντάω κι εγώ, ο ίσκιος της. Η πλήξη οδεύει εν προκειμένω προς ένα απολύτως αναπόφευκτο καθεστώς και το πιο ανυπόφορο μαζί της είναι πως ενώ από τη μια πλευρά ρίχνει τα θύματά της σ’ ένα είδος θανάσιμης ακινησίας και καθήλωσης, από την άλλη τα αποκοιμίζει απέναντι στον κίνδυνο του θανάτου: σαν να τραβάει μακριά το βλέμμα τους από την αγωνία και το μαύρο σκοτάδι του τέλους, σαν να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να φτάσουμε ώς εκεί χωρίς την ελάχιστη, την παραμικρή προετοιμασία. Και δεν είναι σίγουρα τυχαίο πως τα πάντα στα Πεταμένα λεφτά εξαρτώνται από το ύψος της εσωτερικής θερμοκρασίας των δρωμένων (μια άσβεστη πυρκαγιά περικυκλωμένη από κατεψυγμένο νερό) ενόσω η δραματική από καιρό ειρωνεία του Βαρβέρη περιβάλλεται με μιαν αριστοτεχνική γλωσσική ξηρότητα – μια ξηρότητα που φέρνει στην επιφάνεια μια χαμηλόφωνη, αλλά πέρα για πέρα διαπεραστική ποιητική λαλιά.

ΘΕΟΦΑΓΙΑ

Η δραματική ειρωνεία του ποιητή θα επανέλθει στο προτελευταίο βιβλίο του, που τιτλοφορείται Ο άνθρωπος μόνος (2009) και αντλεί τα πρόσωπα, τη σκηνογραφία και το λεκτικό του από το τοπίο της Αγίας Γραφής, με σαφή προτίμηση στα επεισόδια της Καινής Διαθήκης και στα πάθη του Ιησού. Ο ποιητής μπαίνει στην περιοχή της χριστιανικής μυθολογίας όχι για να αναζητήσει ανακουφιστικό καταφύγιο στα ονόματά της, αλλά, αντιθέτως, για να υποδείξει το κενό το οποίο συσσωρεύεται και μόνον διά της εκφοράς τους. Σκοπός, ωστόσο, του Βαρβέρη δεν είναι να καταλήξει σε ένα κήρυγμα αθεΐας, το οποίο φιλοσοφικά ελάχιστα διαφέρει από την οποιαδήποτε δήλωση θρησκευτικής πίστης, αλλά να αναρωτηθεί γύρω από την αστάθεια και τη ρευστότητα που επιφέρει η ανθρώπινη αδυναμία. Μακριά από τον θρίαμβο του Θεού, έξω από το άκαμπτο μαρτύριο του θεανθρώπου, πέρα από την ελπίδα της σωτηρίας, το γυμνό, φυσικό πλέον εγώ οφείλει να παλέψει με όλα τα αδιέξοδά του μέχρι να εξασφαλίσει, έστω και βαριά τραυματισμένο, την αυτονομία του. Κρατώντας από το ιερό ύφος της Αγίας Γραφής τον σεβαστικό και εσχατολογικό της τόνο και υπονομεύοντας με ελαφρές νοηματικές μεταστροφές τα συμβολικά της στερεότυπα, ο Βαρβέρης δίνει στην ειρωνεία του τη μορφή όχι μιας επαναστατικής αποκαθήλωσης, αλλά ενός συγκρατημένου οδυρμού για τη σκληρή αυτογνωσία του εξανδραποδισμού της ύπαρξης, που προσλαμβάνει έτσι ένα σαφώς ηρωικό (αν και σταθερά έκπτωτο) περιεχόμενο.

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ

Με το μεταθανατίως δημοσιευμένο Βαθέος γήρατος (2011), ο Βαρβέρης θα κλείσει οριστικά τον κύκλο της παραγωγής του γράφοντας έναν θρήνο για τη μητέρα. Πρόκειται για έναν προθανάτιο θρήνο, που πενθεί ζωντανή τη μητέρα, διασώζοντας τις καθημερινές κινήσεις της υπέργηρης μορφής της λίγο πριν από το τέρμα: ένα τέρμα που γεμίζει πανικό τον αφηγητή της συλλογής με τον ανυπέρβλητο χαμό τον οποίο θα φέρει. Ο ποιητής ακονίζει τη μνήμη του για τη μητέρα η οποία θα σβήσει, ξέροντας πως ο χρόνος που απομένει είναι ελάχιστος και πως ό,τι κι αν γίνει όλες οι παρατάσεις έχουν εξαντληθεί. Η πάλη με τον χρόνο, ωστόσο, δεν δίνεται μόνο για να μην ενσκήψει η λήθη, αλλά και για να απαθανατιστεί (κι ας μοιάζει με σχήμα οξύμωρο) η φθορά. Ένα από τα πιο επίμονα μοτίβα του κύκνειου άσματος του Βαρβέρη είναι η ανέκκλητη δύναμη και η απείρως διαβρωτική ικανότητα της φθοράς: η μητέρα όταν σέρνει τα πόδια της ανήμπορη μέσα στο δωμάτιο, η μητέρα όταν βγαίνει στον δρόμο και δεν μπορεί να αναγνωριστεί λόγω ηλικίας από κανέναν, η μητέρα όταν μπερδεύει τα ονόματα των αγαπημένων της, για να συμπλέξει απροσδόκητα ζώντες και τεθνεώτες. Μια ζωντανή-νεκρή μητέρα, που πάντως επιμένει να ζει και να αυξάνει την καταλυτική επίδραση της φθοράς. Ο θάνατος απομακρύνεται από την περιοχή του ποιητικού εγώ για να μετατοπιστεί σ’ ένα πρόσωπο το οποίο μολονότι έχει καταγάγει θρίαμβο επάνω του με την αιωνόβια παρουσία του, τον βάζει αθέλητα στο παιχνίδι από την πίσω πόρτα, τοποθετώντας τον και πάλι απέναντι στο εγώ:

Έπρεπε χρόνια πριν
να είχες φύγει.
Όμως φοβάμαι μήπως τώρα
το εκλάβω σαν συνέπεια φυσική
μήπως τα δάκρυα
σου τα ’χω προπληρώσει
ή ακόμα μήπως, ποιος το ξέρει
πρέπει εσύ να ετοιμάζεσαι
για μια, χωρίς εμένα
αβάσταχτη επιβίωση.

Ο λόγος του Βαρβέρη οδηγείται τώρα στην τέλεια απογύμνωση: είναι σαν ένα λεπίδι που χαράζει ένα κομμάτι γυαλί ή έναν όγκο πάγου. Το ποιητικό βίωμα είναι πλέον τόσο ισχυρό ώστε χρειάζεται ελάχιστα μέσα για να λειτουργήσει. Είναι ένα βίωμα που πηγάζει αβίαστα από παντού, σχηματίζοντας μαζί με την ανατριχιαστική ειρωνεία του ένα τοπίο δυναμιτισμένων κρυστάλλων, όπου το εγώ θα ζήσει για άλλη μια φορά (έστω και απωθημένο) το δράμα του.
Συνοψίζω, ολοκληρώνοντας, σε δυο αράδες. Το ανεκλάλητο δράμα τού εγώ, το οποίο θα μεταμορφώσει τις παλαιότερες οχλήσεις και διαψεύσεις της ατομικής περιπέτειας σε ένα συνεχές ρέκβιεμ για τον τελικό μας προορισμό, θα είναι και η σπουδαιότερη κατάκτηση του Βαρβέρη στο σύνολο της διαδρομής του, που θα τον αναδείξει σε έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της τελευταίας τριακονταπενταετίας – και όχι μόνον αυτής.

(Τα Ποιητικά, τχ. 4, Δεκέμβριος 2011, σελ. 1)