Σταμάτης Πολενάκης (Η ένδοξη πέτρα, εκδ. Μικρή Άρκτος, 2013)

Η ένδοξη πέτρα, εκδ. Μικρή Άρκτος, 2013

 Τιτίκα Δημητρούλια

Η ποίηση δεν είναι και δεν ήταν ποτέ μία, ενιαία και αδιαίρετη, καλή και άγια, εκτός τόπου και χρόνου, εκτός ιστορικών συμφραζομένων. Επίσης, δεν συμφωνούμε όλοι στο ποια ποίηση είναι καλή και ποια όχι και δεν πειράζει, αρκεί να μένουμε, τουλάχιστον, στο πεδίο της ποίησης και πολύ καλά κάνουν κάποιοι νέοι ποιητές, όπως ο Θωμάς Τσαλαπάτης, που βάζουν τα πράγματα στη θέση τους όταν ξεφεύγει εντελώς η συζήτηση. Σημασία έχει όμως στην υποκειμενική μας αυτή αντίληψη της ποίησης, να εξετάζουμε το έργο με τους όρους του Αντόρνο, σαν τη μονάδα του Λάιμπνιτς, ως κλειστό και μαζί μη κλειστό: ως κιβωτό που κλείνει εντός της ένα περιεχόμενο αληθείας, κοινωνικής υφής όμως, τη δέσμη των εντάσεων που διέπουν την πραγματικότητα του κόσμου των ανθρώπων. Αυτές οι εντάσεις, παρελθούσες, παρούσες αλλά και ανησυχητικά μέλλουσες υπάρχουν στην ποίηση του Σταμάτη Πολενάκη. Μια ποίηση ιστορική και μαζί υπεριστορική, αναφορική και αυτοαναφορική, αφηγηματική και διαλογική.

Η διαλογικότητα αποτελεί συστατικό στοιχείο της ποίησης του Πολενάκη. Το ποιητικό υποκείμενο μιλά ενδυόμενο ειρωνικά ποικίλα προσωπεία, η ειρωνεία αυτή όμως είναι τραγική, κατακερματίζεται μαζί με τους κόσμους που τα απομεινάρια τους αναδέχεται το ποίημα. Αυτό το ποίημα που είναι τα πάντα και μαζί ένα εύθραυστο τίποτα. Αλλά τα κομμάτια αυτά  που απομένουν αποδεικνύεται ότι δεν είναι ερείπια, αλλά αποσπάσματα κατά τον ορισμό του γερμανικού ρομαντισμού,  θραύσματα μιας ανέφικτης και αενάως ζητούμενης ενότητας, που θα ορίσει το ποίημα ως καθολική πραγματικότητα· ως λόγο, με την κατά Φουκώ σημασία, λόγο που εμπεριέχει δηλαδή πάντα μια πρακτική ‒ ζωής και θανάτου.

Η συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη, άτιτλο το πρώτο, μια Οδύσσεια το δεύτερο. Η λέξη όμως περιγράφει καλύτερα όμως τη συλλογή είναι δίχτυ, ένα πυκνό δίχτυ με πολλές κλωστές: γεγονότα ιστορικά, ειρωνικά ιδωμένα και πάλι, όπως το ανθισμένο δάσος του Κατίν όπου η Ιστορία βγάζει βόλτα αθώα παιδάκια και μαζεύουν μαζί δροσερά αγριολούλουδα· ή οι δίκες της Μόσχας με τον Βισίνσκι  ή ακόμη νωρίτερα μήπως, όταν ο ίδιος αυτός κατηγορούσε τον Λένιν ως πράκτορα; · ή ζωή με την ενοχή του επιζήσαντος, μετά το Ολοκαύτωμα, όπως προβάλλεται σε μια Άννα Φρανκ που καταφέρνει να γεράσει και ωραία τη φαντάζεται ο ποιητής να επιστρέφει «πετώντας πάνω από σκοτεινές όχθες / και κανάλια με το πρόσωπο κρυμμένο μέσα σε μια πυκνή ομίχλη», παρότι πιο πιθανό είναι να περιμένει σε μια τράπεζα, στην ουρά για την πενιχρή της σύνταξη· ή ιστορίες φτιαγμένες από τη ζωή και τους στίχους του Καρυωτάκη που αποδιώχνει τον Έλιοτ, του Τσέλαν και της Σουλαμίτ του, του Γκρέγκορ Σάμσα αλλά και του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι «που στους πελώριους ώμους του κουβάλησε τον ίδιο του τον θάνατο».

Τι κάνει όμως ο Πολενάκης με όλες αυτές τις ιστορίες, πώς ο προσωπικός του λόγος αναδύεται μέσα από τα λόγια και τις ζωές των άλλων; Δύο είναι τα σημαντικά στοιχεία. Πρώτον, ο Πολενάκης κουβεντιάζει με όλους αυτούς και αυτές, δημιουργούς και πρόσωπα της μυθοπλασίας, αναζητώντας απάντηση σε αιώνια και μαζί επίκαιρα ερωτήματα. Στο ποιητικό του σχέδιο, όλα αυτά τα σπαράγματα, κυριολεκτικά αν σκεφτεί κανείς τις κυδωνιές του Ίβυκου, σπαράγματα λόγου και βίου, ζωογονούν ερωτήματα και νέες μορφές, ριζωμένες σε μια πραγματικότητα ιστορική και μαζί άχρονη, μορφές που η υποβολή σχεδιάζει με όρους μουσικής και ενός ασπρόμαυρου, υποβλητικού σινεμά, τύπου Βερτόφ και Αϊζενστάιν. Ένδοξα απομεινάρια, ανασυνθέτουν την ανθρώπινη μοίρα πέρα από τα χρονικά της όρια, λειτουργώντας ως λάμπα θυέλλης στην πορεία της.

Δεύτερον, καθώς η διακειμενικότητα, αυτή η χαμηλόφωνη κουβεντούλα με τους ποιητές, τα ποιήματα, τους ήρωες των έργων, τους απλούς ανθρώπους πλάι τους· καθώς λοιπόν η διακειμενικότητα δημιουργεί κατώφλια σημασίας, είναι καίριο η σημασία να παραμένει αλώβητη σε όλα τα επίπεδα: χωρίς να ξέρει κανείς ποιος είναι ο αυτόχειρας κομμουνιστής Νίκος Βαβούδης, να μετέχει στην αυτοπυρπόληση· χωρίς να ξέρει τη «Φούγκα του θανάτου» του Τσέλαν, όπου η Σουλαμίτ με τα μαλλιά της στάχτης, να βιώνει τη φρίκη. Όσο για τον πλάνητα Οδυσσέα, γίνεται η μεταφορά που συνενώνει την ερημία, την εξορία, την προδοσία, την προσμονή και την απελπισία, την ιστορία μιας χώρας, μιας ηπείρου, ενός κόσμο στον σύντομο 20ο αιώνα, στον οποίο ετοιμάζεται να καθρεφτιστεί ο μακρύς 21ος. Πόλεμοι, μάχες, εξορίες, εκτελέσεις, εξαχνώσεις και εξαερώσεις, καταγγελίες, πλήθος προδότες που ήταν ήρωες και τούμπαλιν κι όλη η γη ένας ανασκαμμένος τάφος με λευκασμένα οστά, χαμένες ζωές, ακυρωμένο μέλλον.

Αν όμως η ποίηση του Πολενάκη δημιουργεί οριζόντια δίκτυα σημασίας, την ίδια στιγμή σκάβει τη λέξη όχι μόνο μέχρι να συναντήσει την ξένη λέξη, αλλά τη βαθύτερη σημασία της, εκείνη που πηγαίνει πέρα από την καθέκαστη εκφορά της, ριζωμένη εντούτοις στον καιρό και στην ανθρώπινη μοίρα: υπερπλήρη μνήμης, τα ποιήματα του Πολενάκη λειτουργούν σαν την κατά Μπαρτ φωτογραφία: υπάρχει το stadium, το κοινώς νοούμενο, υπάρχει και το punctum, το νύγμα της προσωποποιημένης αίσθησης, ο ιδιαίτερος χωροχρόνος. Ρυθμός της κουβέντας, τόνος χαμηλός, προσαρμοσμένος στο είδος που συγκροτεί ο λόγος, αίσθηση οικειότητας, συγκρατημένη θλίψη, λόγια ποίηση που μιλά όμως στην καρδιά. Περιμένουμε πια μια στροφή στην ποίηση του Πολενάκη, η οποία θα διευρύνει την εμβέλειά της, ενισχύοντας το ηχόχρωμά της με νέες τονικότητες.