Τζεβάτ Τσαπάν

Τι είναι για μένα η ποίηση

­Μετάφραση: Θάνος Ζαράγκαλης
Επιμέλεια: Χρύσα Σπυροπούλου­

 

Μεταφρασμένη Ποίηση
Μεταφρασμένη Ποίηση

Η ποίηση για μένα ήταν και είναι ένα μεγάλο ταξίδι κατά το οποίο ανακαλύπτω τον κόσμο γύρω μου για πρώτη φορά, ενώ επιχειρώ να μοιραστώ τις εντυπώσεις μου με τους άλλους με σαφήνεια. Ποίηση είναι η γλώσσα που μαθαίνω όταν συναντώ άλλους ταξιδιώτες, που είναι περισσότερο εξοικειωμένοι με την ιστορία και την γεωγραφία του κόσμου στον οποίο είχα την χαρά να χαθώ κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων του ταξιδιού. Καθώς περνάει ο χρόνος, με λίγη τύχη και επιμονή, μαθαίνω να μην φοβάμαι να μιμηθώ τους παλιούς τεχνίτες του λόγου ή να επαναλαμβάνω παλιές κοινοτοπίες, μιας και έχω βρει την προσωπική μου ποιητική φωνή.

Αυτό, που θα ήθελα να επιτύχω γράφοντας ποιήματα, περικλείεται στα λόγια του Ουάλλας Στήβενς:

 

«Έντονος λόγος είναι όταν μιλάς με ανθρωπιά

από το ύψος ή το βάθος των ανθρώπινων πραγμάτων».

 

Μετάφραση από τα αγγλικά: Χρύσα Σπυροπούλου

 

 

ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕ ΤΟ ΝΟΗΜΑ

 

Στους μύλους που γύριζαν με το αεράκι της λεύκας

Με τους μίζερους επιστήμονες που έμειναν στο σπίτι

Εχθρικοί ακαδημαϊκοί αγάδες καθώς μάζευαν τα δίχτυα

Σκουπίζοντας την καπνιά των θεωριών

Σήκωσα άγκυρα από ένα ποίημα και ξανοίχτηκα

Από των θαλασσών τα βάθη

Είχαν μεγάλη περιέργεια

Να μάθουν πόσα ψάρια νοήματος έπιασαν

Αυτοί που είχαν ζαλιστεί απ’ την επιστήμη

 

Εργάστηκαν, εργάστηκαν, εργάστηκαν

Τη θεωρία του Κορανίου έγραψαν

Έξω οι κουτσουπιές οι ακακίες

Καθώς ανακοίνωναν την επανάληψη του έρωτα

Κοίταξαν με δακρυσμένα μάτια

Τα κείμενα που έγραφαν

Τα κείμενα ήταν σκληρά καρύδια

 

 

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

 

Ο πατέρας μου όταν έπινε δυο ποτήρια γιε μου

να σε πάω στα καρπούζια έλεγε

(καρπούζια ήταν τα κορίτσια στη Γκέμπζε)

Η μητέρα μου κοκκίνιζε, θύμωνε

«Κύριε, το παιδί είναι ακόμη μικρό»

έλεγε φουρκισμένη και πήγαινε στην κουζίνα…

Ο πατέρας μου ήξερε από καρπούζια

 

 

ΑΠΟ ΨΗΛΑ

 

Είχες περιέργεια για τα αποδημητικά πουλιά,

ποιο μήνα έρχονταν,

όταν έρχονταν από ποιες παραλλήλους περνούσαν,

πού έστηναν τις φωλιές τους

Εκείνα τα πουλιά με τα πορτοκαλί, χρυσά, μαύρα φτερά.

Σου τα διηγιόμουν τις χειμωνιάτικες νύχτες,

τις μπλε θάλασσες που διέτρεχαν,

τα ερημικά νησιά στα οποία έδινα φανταστικά ονόματα.

Έβαζα τα λιοντάρια να βρυχώνται στα δάση που

(πού αναφέρεται το «που»;) έμεναν πίσω

έβαζα τους ελέφαντες να τριγυρίζουν,

τους κροκόδειλους να χτυπιούνται

στα λασπώδη ποτάμια.

Κάποια στιγμή, λοιπόν, κόκκινα κεραμίδια

άρχιζαν να φαίνονται

στις σκόρπιες στέγες ενός παραθαλάσσιου χωριού.

Και γλιστρώντας ανάμεσα απ’ τα σύννεφα που έριχναν

ανοιξιάτικες βροχές

κάθονταν στην όχθη μιας λίμνης τα πουλιά.

Ποτέ δεν ήθελες να σου αφηγηθώ την επιστροφή τους.

Να έμεναν, έλεγες, στην όχθη του ποταμού

ή κάτω από τα στέγαστρα όπου έστηναν τις φωλιές τους.

Το χειμώνα, οι νύχτες μεγάλωναν, το σκοτάδι γινόταν

πιο βαθύ.

Εσύ μεγάλωνες, μεγάλωνε κι η σιωπή που άφηναν

τα αποδημητικά πουλιά καθώς έφευγαν.

 

 

ΜΙΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

 

Εδώ, στην πλαγιά του βουνού που βλέπει τη θάλασσα

στη γλώσσα μου στίχοι μισοξεχασμένων τραγουδιών,

στο αυτί μου ήχος νερού, ήχος νερών,

τυλίχτηκα στον άνεμο και ήρθα.

 

Με τη μέρα που χαράζει, τη νύχτα που σκοτεινιάζει

με την ταχύτητα που κοκκινίζει το κεράσι ήρθα,

μ’ έναν μακρύ αέρα από πολύ μακριά

με την ψυχή στο στόμα

για να λυθεί αυτή η μαγκωμένη γλώσσα

περίμενα.

 

Τώρα

Ο μοναδικός ήχος, που έρχεται απ’ τα λιόδεντρα

των τζιτζικιών,

η μοναδική φωτιά, οι πυρωμένοι βράχοι που αντανακλούν,

του αυγουστιάτικου ήλιου,

η μοναδική ελπίδα, της φαντασίας στην οποία τριγυρίζω

χρόνια,

των ρεματιών

μαζί με όσα χάσαμε που μας κάνουν να νιώθουμε

την αγάπη

εκείνη η βαθιά σιωπή

με την οποία νομίζω πως μαζί της ανασαίνω

εκείνη η βραδινή δροσιά.

 

Τζεβάτ Τσαπάν (γεννήθηκε το 1933) : Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Κέμπριτζ. Είναι καθηγητής της Αγγλικής γλώσσας και λογοτεχνίας  και μεταφράζει στα τουρκικά αγγλική, αμερικανική και ελληνική ποίηση. Η συλλογή του Η επιστροφή του περιστεριού τιμήθηκε το 1986 με το βραβείο Behcet Necatigil.