Editorial (τχ. 19)

Πώς γράφει κανείς στρατευμένη ποίηση και σε τι στρατεύεται; Σε ένα κόμμα ή σε μια ιδεολογία; Ποια η σχέση της παραδοσιακής ποιητικής μορφής με τη λαϊκότητα; Πώς η φόρμα υποστηρίζει τον λόγο; Μπορεί κανείς να γράψει σονέτο για έναν καπετάνιο του ΕΛΑΣ; Κι αν ναι, ποια υποδοχή περιμένει τα σονέτα αυτά από πολέμιους και φίλους; Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που θέτει το κείμενο της Αθηνάς Βογιατζόγλου για τον Γιώργο Κοτζιούλα, τον παραγνωρισμένο αυτόν εργάτη του λόγου – προδημοσίευση από τη βιογραφία του, με τίτλο Ποίηση και πολεμική και επίμετρο του Γιώργου Σαραντάκου. Ποιητής, πεζογράφος, κριτικός, πρωτεργάτης του θεάτρου του βουνού, πολέμησε με τους αντάρτες, χωρίς ποτέ να οργανωθεί. Ύμνησε τον Άρη, όταν το ΚΚΕ τον αποκήρυσσε και έγραψε σονέτα για τους καπεταναίους. Ηπειρώτης, φτωχός κι αριστερός, καταλήγει στο κλεινόν άστυ, αλλά δεν παύει να αναζητά τη λυτρωτική επαφή με τη φύση, παλεύοντας ως το τέλος της σύντομης ζωής του (1909-1956) για «να γίνει τούτος ο Άδης κόσμος πανωραίος», όπως λέει σε ένα ποίημά του – και με την ποίησή του που, καθόλου τυχαία, κινεί ξανά στις μέρες μας το ενδιαφέρον, σε ομοτέχνους και μη.
Το όνομά του συνδέεται για παράδειγμα με τη σημερινή συζήτηση για τον ποιητικό φορμαλισμό και νεοφορμαλισμό, καθώς ο Κοτζιούλας υπήρξε σφοδρός πολέμιος του ελεύθερου στίχου. Η Βογιατζόγλου προσλαμβάνει, λόγου χάρη, την «προκλητική» του χρήση του σονέτου για θέματα εκτός της παράδοσής του ως απάντηση στον Γιάννη Ρίτσο και τη δική του ελευθερόστιχη επιλογή. Στο κείμενό του «Πού τραβάει η ποίηση;» (1950), λόγου χάρη, ο Κοτζιούλας καταφέρεται ανοιχτά ενάντια στον ελεύθερο στίχο και τους αριστερούς υποστηρικτές του -πέρα από τους «γαλαζοαίματους της ποίησης», όπως ονομάζει τον Σεφέρη και τον Ελύτη-, που θέλησαν με τη μοντέρνα στιχουργία «να συνδυάσουν την ανανέωση της ποιητικής με τις κοινωνικές ανησυχίες, σύμφωνοι σ’ ετούτο με τα ξένα πρότυπα ή ακούσματά τους [] Το αίτημα δηλαδή πρόβαλε στην αρχή απ’ την αριστερά». Αναγνωρίζει τη μεγαλοσύνη των πρωτοπόρων, του Μαγιακόφσκι, του Νερούντα, του Χικμέτ και άλλων, κατηγορεί τους συνεχιστές τους ότι «νόθεψαν τις τάσεις του κινήματος, αλλοίωσαν τους αρχικούς σκοπούς του» και το μετέβαλαν σε ένα κούφιο σχήμα.
Ο ίδιος, πάντως, εκτός από μάστορας του σονέτου, όπως λέει η Βογιατζόγλου, και της στιχουργικής εν γένει, ήταν και εξαιρετικός μεταφραστής. Σημειώνουμε την καταπληκτική δουλειά που έχει κάνει στους Αθλίους του Ουγκώ, την πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή του, όπως και τους Τρεις Σωματοφύλακες του Αλέξανδρου Δουμά (1998, Παρουσία).
Επίσης φυσιολάτρης και νεορομαντικός, αλλά μυστικιστής αυτός και στοχαστικός, γεννημένος ένα χρόνο πριν από τον Κοτζιούλα, ο γερμανικής καταγωγής Αμερικανός ποιητής Τέντορ Ρέτκε (1908-1963) εξερευνά και αυτός τις δυνατότητες του παραδοσιακού στίχου και των σταθερών στιχουργικών μορφών στη γλώσσα του – επανερχόμαστε έτσι στη διαρκή συζήτηση για τους τρόπους μετάφρασης της ποίησης, εν προκειμένω με αφορμή τη μεταφραστική δοκιμή της Άννας Τσαντίλα.
Συνεχίζουμε να σχεδιάζουμε τον κύκλο των χαμένων ποιητών με τον Τζέιμς Τέιτ (1943-2015), αυτόν τον υπερρεαλιστή αμερικανό ποιητή, όπως έχει συχνά χαρακτηριστεί, παρότι θα μπορούσε να συσχετιστεί και με άλλες εκφάνσεις του παράδοξου, τον οποίο μεταφράζει ο Στρατής Χαβιαράς. Ο κύκλος κλείνει με δύο περισσότερο και λιγότερο πρόσφατες απώλειες. Από τον θάνατο του Βύρωνα Λεοντάρη έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος και επιστρέφουμε με άλλη μια ανάγνωση της ποίησής του από την Εύα Μοδινού, για να γεμίσουμε το πολύ απλό κενό της απουσίας του κι όχι εκείνο που δημιουργείται με κάθε άνοιγμα. Η δεύτερη, πολύ πιο πρόσφατη απώλεια, είναι αυτή του Ορέστη Αλεξάκη, που έχοντας επίγνωση του αναπόδραστου, δεν δείλιασε να το αντιπαλέψει καρτερικά ως την άκρη του γκρεμού της γλώσσας, διασώζοντας το μέγιστο μέσα από το ελάχιστο. Ένα μικρό αφιέρωμα στη μνήμη ενός σημαντικού ποιητή της μνήμης.
Το νέο διασταυρώνεται με το παλιό και σ’ αυτό το τεύχος, ποικιλοτρόπως, σύμφωνα με τη στόχευση του περιοδικού. Ανανεώνοντας το θεμελιακό ερώτημα: πώς ορίζεται εντέλει το νέο και πώς το παλιό; Στην τέχνη, στην ποίηση, στην κοινωνία, στον κόσμο; Καλό φθινόπωρο.