Ελένη Ντούξη

Μείον δεκάξι (Εκδόσεις Μελάνι)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Τι μπορεί να σημαίνει και να συμβολίζει ένα πατάρι για ένα κορίτσι μεγαλωμένο κάτω από συνθήκες αντίξοες και ασυνήθιστα σκληρές, προσηλωμένο -υποχρεωμένο από τις περιστάσεις να προσηλωθεί- στον μοναχικό του ίσκιο και στους διάτρητους από τις διαρκώς εναλλασσόμενου ύφους μελωδίες της μνήμης ίσκιους των πραγμάτων και απόηχους μακρινών κι όμως τόσο κοντινών καταστάσεων; Τι άλλο από ένα σημείο-τόπο καταφυγής, όπου θάλλουν μνήμες τραυματικές και ευφρόσυνες αλλά πάντα τιμαλφείς και όπου πτυχές της περασμένης ζωής, μακρινής και πρόσφατης, συνθέτουν εικόνες συγκεχυμένων χρονικών διαστάσεων, με το παρελθόν και το παρόν να συγκροτούν ένα ενιαίο και διαρκές παρόν, αυτό της γραφής -ένα παρόν με τα όριά του διαβρωμένα από τις αναθυμιάσεις μιας απροσδιόριστης νοσταλγικής διάθεσης που υφέρπει ακόμη και όταν η ποιήτρια δείχνει  να έχει αναπτύξει σταθερούς και γόνιμους δεσμούς με τη δεύτερη πατρίδα της και κυρίως με τη γλώσσα της, στους κόλπους της οποίας με εμπιστοσύνη εναπόθεσε πόθους, ελπίδες και προσδοκίες, παραμερίζοντας προσωπικές διαψεύσεις και ματαιώσεις.

Μπορεί να τη στέργουν και να την ενδυναμώνουν σ’ αυτό  τα στοιχεία της φύσης, που  πάντα βρίσκονται στην ποίησή της ζωντανά. ενεργά και εν εξάρσει, κάτι σαν μονίμως ανοιχτές προτάσεις για περιδιάβαση σε εκδοχές, περιστάσεις και φάσεις ζωής περασμένης αλλά πάντα παρούσας και διακριτικά ή και αδιάκριτα διεκδικητικής του παρόντος, με διάσπαρτα ψήγματα ενοχών, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι η ζωή, οι συνθήκες της ζωής της έτυχε να είναι καλύτερες από τις αντικειμενικά αναμενόμενες. Ενοχών που συχνά μοιάζει να συντροφεύονται και να γίνονται κατά κάποιο τρόπο επαχθέστερες αλλά και ποιητικά δραστικότερες από έναν περισσότερο ή λιγότερο συγκεκριμένο και συχνά  σχεδόν σωματοποιημένο φόβο εγκατάλειψης και μοναξιάς, εν μέσω αιφνίδια και βιαστικά παρατημένων χώρων και πραγμάτων που, ισχυροποιημένα και αλλιώς υποστασιοποιημένα από την απόσταση, όχι μόνο   εξακολουθούν να υπάρχουν αλλά και αποκτούν υπέρογκες διαστάσεις και υπερφυσικές ιδιότητες – δυνατότητες, περιβαλλόμενα από τη χροιά μιας  μνήμης συχνά εκδικητικής και σχεδόν πάντα επίμονα διεκδικητικής του παρόντος της.

Η τέφρα μου θα σκορπίσει στα υπόγεια της πόλης σαν να υπήρξε ποτέ σώμα”. Ο φόβος της εγκατάλειψης και του αφανισμού της στις δαιδαλώδεις διασταυρώσεις των δρόμων και στις διακλαδώσεις ριπών  βλεμμάτων και συναισθημάτων στην απρόσωπη και αφιλόξενη πόλη της νέας της πατρίδας επανέρχεται παραλλαγμένος σε κάθε ευκαιρία, πολλές φορές διαπερασμένος και ενισχυμένος από μία αγωνία υπαρξιακής υφής, όπως προκύπτει και από το εναγώνιο ερώτημα πώς θα είναι όταν “τα φώτα της πόλης/όταν στις κόρες των ματιών μαραθούν”. Με ψυχισμό ευάλωτο, ζυμωμένο μέσα σε καταστάσεις δυσοίωνες, υπό την επήρεια άγριων ποδοβολητών φόβου και τρόμου, με χαμένη, τσαλαπατημένη την αίσθηση της αθωότητας (“το λευκό νυχτικό [της] χαμένο στα χαρτιά σε καταγώγια”), σαν στερημένη την παιδική της ηλικία, σαν ένα δέντρο απομακρυσμένο, ξεριζωμένο από το φυσικό του περιβάλλον -μοναχικό δέντρο σ’ έναν πεζόδρομο, εκτεθειμένο στις διαθέσεις των άλλων, δεν αγωνιά μόνο για τη δική της μοίρα αλλά και για την τύχη προσώπων και πραγμάτων, έμψυχων και άψυχων, όταν αυτή θα έχει πάψει να υπάρχει.

Η ποίηση της Ελένης Ντούξη είναι ποίηση πρωτίστως -αν όχι αποκλειστικά- βιωματική, με το συναίσθημα να προβάλει αδιαμεσολάβητο και ωστόσο σαν από ένστικτο ελεγχόμενο, συγκρατημένο από ένα αίσθημα αξιοπρέπειας, επεξεργασμένο στα βαθύτατα στρώματα της ύπαρξης, διαπερασμένο από μιαν ιδιότυπη και, πάνω απ’ όλα, ενδιάθετη αίσθηση ευθύνης-χρέους να διαφυλαχτεί ως κόρη οφθαλμού απρόσβλητο από τις μολυσματικές εκπομπές της επίβουλης περιρρέουσας πραγματικότητας. Το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση βρίσκεται στο γεγονός ότι τα απολύτως προσωπικά βιώματα που συνθέτουν, συνέχουν και διατηρούν αραγή τον βασικό θεματικό πυρήνα των ποιημάτων της συλλογής,  τα ίδια αυτά βιώματα συμβάλλουν στη διαστολή του, δημιουργώντας, με διαφορετικούς κάθε φορά τρόπους, ρωγμές και ανοίγματα επικοινωνίας, με συνέπεια το εγώ να αποκτά συχνά τις διαστάσεις του εμείς, χωρίς όμως ποτέ να διακυβεύεται η ταυτότητά του.

Κάποια ποιήματα συνθέτουν ή, εν πάση περιπτώσει, τείνουν να συνθέσουν το λυπημένο ημερολόγιο μιας προσωπικής -με αντιπροσωπευτικό ωστόσο εκτόπισμα- οδύσσειας, με κορυφαίες τις στιγμές εκείνες που καταγράφονται με ποιητική ενάργεια εικόνες επιβεβαιωτικές ενός αδυσώπητου πλην καταλαγιασμένου φόβου και μιας προφανούς ή υφέρπουσας μοναξιάς, συχνά και αποξένωσης, ως τη στιγμή που η ποιήτρια, ενστικτωδώς αλλά και με πλήρη συνείδηση αφήνεται να βυθιστεί “στο μελάνι της ξένης γλώσσας”, που σύντομα έμελλε να οικειοποιηθεί και να κάνει δική της. Βοηθημένη από μια πρώιμα κατακτημένη και -μέσω συγκεκριμένων αλλά και απροσδιόριστων, υφερπουσών αγωνιών-  δοκισμένη σοφία, κι ακόμα από την έμφυτη και αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα -έστω αίσθηση- ότι δεν μπορεί παρά μια μορφή δικαιοσύνης να κανοναρχεί και να διέπει τα ανθρώπινα, κάποιος να παρακολουθεί και να βάζει τέρμα στο αλόγιστο παιχνίδι των ατομικών και των ομαδικών ανισοτήτων -κι αυτός ο κάποιος, εντέλει, δεν είναι άλλος από τον θάνατο: “Το σφραγισμένο από πριν και για όλους εισιτήριο αναχώρησης”.

Διατρέχοντας τον κίνδυνο της επανάληψης -αφού και τα περισσότερα ποιήματα της Ελένης Ντούξη, τουλάχιστον εκείνα που προδίδουν το κύριο στίγμα στη συλλογή της, δεν είναι παρά διαφορετικές, εσωτερικές και εξωτερικές πλην εσωτερικοποιημένες, εκδοχές του ίδιου δράματος-, διατρέχοντας λοιπόν τον κίνδυνο της επανάληψης δεν μπορώ να μην αναφερθώ για μία ακόμη φορά στη διάχυτη αίσθηση φόβου που με ποικίλους τρόπους συνέχει και ταυτόχρονα καλύπτει τα ποιητικά δρώμενα, τις συνακόλουθες καταστάσεις και τις παρεπόμενες σκέψεις και συναισθήματα της ποιήτριας. Φόβου για μιαν αναπάντεχη ανατροπή των πραγματικών ή νομιζόμενων κατακτημένων μιας πραγματικότητας σαθρής και ανερμάτιστης, με συνέπεια να καθίσταται το παρόν αβέβαιο και ανήμπορο να καλύψει, πόσω μάλλον να κατευνάσει, τα τραυματικά και μονίμως διεκδικητικά περασμένα, τη στιγμή μάλιστα που, όσο κι αν μοιάζει τα πράγματα να έχουν μπει σε κάποια τάξη, να έχει επιτευχθεί η πολυπόθητη εσωτερική και εξωτερική ειρήνευση, η επισφράγιση, το βουλοκέρι της συμφωνίας έγινε με μία πληγή, γι’ αυτό και  κατά βάθος όλα είναι “γεμάτα εκδορές και μώλωπες”. Γι αυτό και ακόμη αγωνιά στην προσπάθειά της “από τον δουλέμπορο με το χρυσό δόντι”.

Η Ελένη Ντούξη δρα σαν ένας συνεπής και ευαίσθητος θεματοφύλακας εικόνων και καταστάσεων που στιγμάτισαν ανεξίτηλα τον ψυχισμό της, συνδυάζοντας δραστικά το ατομικό με το ομαδικό και με σαφή διάθεση και πρόθεση να μην αφεθεί μοιρολατρικά σε ό,τι την ταλάνισε και εξακολουθεί, με διαφορετικό τρόπο, να την ταλανίζει, αλλά να αντιπαρατεθεί σ’ αυτό, μεταποιώντας το σε δικαιωμένες ποιητικά εκδοχές ζωής ατομικής αλλά και ομαδικής. Με συναίσθηση ευθύνης και με σεβασμό στα βιώματα που την ενεργοποίησαν στο πεδίο της ποίησης, κατάφερε τελικά και κολύμπησε καλά στο μελάνι της άλλης γλώσσας. Προσαρμόστηκε στη θερμοκρασία των ήχων της, προστατευμένη από την ποιοτική στάθμη και, κυρίως, από την ειλικρίνεια των αισθημάτων της. Με έναν λόγο σοβαρό αλλά εύκαμπτο, υπάκουο στις επιταγές μιας έσωθεν επιβαλλόμενης μουσικής, κατέγραψε, εν είδει εσωτερικού οδοιπορικού, την επώδυνη δοκιμασία επαναπροσδιορισμού της σε μια νέα πατρίδα και σε μιαν άλλη γλώσσα, επιδέξια ισορροπώντας ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο.