Η τετραγωνική ρίζα της λύπης

Θωμάς Ιωάννου

Ήμουν πρωτοετής φοιτητής, όταν έπεσε στα χέρια μου η συλλογή Ο Αθλητής του Τίποτα. Κόλλησα στο ποίημα «Η μνήμη των κομπιούτερς», όπου ο ποιητής μιλούσε για την «τετραγωνική ρίζα της λύπης», φρέσκος όπως ήμουν από τη μαθητική άλγεβρα. Όμως, δεν ήταν μόνο η πρόσφατη σχολική εμπειρία που με ερέθισε, αλλά ένα ευφυώς διαρθρωμένο ποίημα που κατέληγε στη «ριζοσπαστική» παραδοχή για την ψυχοσύνθεση ενός εφήβου ότι η λύπη αποτελεί τη ρίζα της δημιουργίας. Ξέραμε ότι η λύπη αποτελεί συχνό σύμπτωμα της ύπαρξης, αλλά δεν είχαμε νιώσει ακόμα πόσο ιδρυτική σχεδόν συνθήκη αποτελεί της ανθρώπινης κατάστασης. Μας έπιασε στα γλυκόπικρα δόκανά της η φράση αυτή, αναζητώντας το ακριβές μιας διαίρεσης, μεταξύ ονείρων και πραγματικότητας. Χάνοντας στροφές η νεότητα, η πτήση μας περνούσε ξυστά από τα πολυώροφα κτήρια της πρωτεύουσας, «με την καρδιά μας αερόστατο να γελάει στο κενό», όπως θα έλεγε ο «τρελός λαγός».

Ο Γιάννης Κοντός προσπάθησε να διασκεδάσει την γενεσιουργό λύπη, καταφεύγοντας συχνά σε μια ποικιλία χρωμάτων, προσδίδοντας μια έντονη εικαστική διάσταση στη γραφή του. Ενώ άλλοι ποιητές βρίσκονται εγγύτερα στη μουσική και το τραγούδι, ο Κοντός πάντρεψε δημιουργικά την ποίηση με τη ζωγραφική. Ο Σαχτούρης που υπήρξε μια βασική επιρροή του, υποστήριζε, πως η σύγχρονη ποίηση συνομιλεί περισσότερο με τη ζωγραφική, παρά με τη μουσική. Ανακατεύοντας διαρκώς χρώματα, ο Κοντός προσπάθησε να αναδείξει κάθε πτυχή και απόχρωση του ανθρώπινου βίου, αν και προσωπικά θεωρώ πως κυρίαρχα χρώματα, αναδεικνυόταν το κόκκινο και το μαύρο, το πάθος και το πένθος σε αδρές γραμμές. Δεν είναι τυχαίο πως αυτά είναι και τα χρώματα της ρουλέτας. Κάθε ποιητής δεν έχει άλλο δρόμο παρά να παίξει τη ζωή του στη ρουλέτα της ποίησης, ρισκάροντας τα πάντα, υπακούοντας στην πρόκληση του «όλα ή τίποτα».

Ο Κοντός υπήρξε «παίχτης μικρής περιοχής» για να χρησιμοποιήσω έναν ποδοσφαιρικό όρο, κλείνοντας το μάτι στον εξ αίματος φίλο του Γιώργο Μαρκόπουλο. Εξάλλου και ο ίδιος ο ποιητής αναφέρει «Σε άλλο πλάνο, είμαι ποδοσφαιριστής. / Με χιόνι, τρέχω και κλωτσάω / τη σκέψη μου, τη στέλνω στα δύχτυα». Δεν ήταν ο παίχτης που θα οργάνωνε το παιχνίδι της ομάδας ή θα κρατούσε πολύ την μπάλα στα πόδια του, φλυαρώντας σε μια επίδειξη υψηλής τεχνικής. Ούτε θα προσπαθούσε να περάσει μια ομάδα μόνος του. Κινούνταν με μεγάλη άνεση στην περιοχή, έπαιρνε καίριες θέσεις προβλέποντας την εξέλιξη της φάσης και ήξερε να σκοράρει με τη μία. Στις φόρμες του, το ένστικτό του τον έκανε να βρίσκει δίχτυα με μία επαφή με την μπάλα. Ήθελε τόσο-όσο να την ακουμπήσει και να σκοράρει. Το ακαριαίο αυτό της κίνησης συχνά αιφνιδίαζε τον τερματοφύλακα-αναγνώστη.

Ήταν ποιητής που απέφευγε τα φαραωνικά κατασκευάσματα που καταρρέουν συχνά με πάταγο, καταπλακώνοντας αναγνώστες και φιλόδοξους αρχιτέκτονες-ποιητές που στην προσπάθειά τους να πείσουν για την μεγαλοφυΐα τους, παραμελούν τα πλέον στοιχειώδη, σκορπίζοντας γυάλινα πολυώροφα ποιητικά οικοδομήματα που ποτέ δεν «έδεσαν» με το «περιβάλλον». Αντιθέτως, στον Κοντό αρκούσε να είναι ένας καλός μάστορας, ένας καλός κάλφας που θα έλεγε και ο Σεφέρης και φρόντιζε ώστε να υπάρχουν έξοδοι κινδύνου σε κάθε ποίημά του, σε περίπτωση πυρκαγιάς ή σεισμού.

Κυρίαρχο ρόλο στην ποίησή του παίζει η σκηνική διάρθρωση του ποιήματος και η ύπαρξη μιας θεατρικής ατμόσφαιρας. Έστηνε ένα σκηνικό κατάφορτο από πολλαπλώς σημασιολογικά φορτισμένα αντικείμενα που συνομιλούσαν σταθερά με τη σιωπή και τις λέξεις. Η επιτυχής καλλιέργεια ενός ιδιώματος μικροκλίμακας, αν και φαινομενικά περιόριζε τον ορίζοντα της γραφής σε διαστάσεις φωταγωγού, εν τούτοις συχνά χάριζε πανοραμικές εικόνες της μεγαλούπολης από ψηλά, σχεδόν με την ακρίβεια ενός παντεπόπτη συγγραφέα. Τα στοιχείο της έκπληξης και της ανατροπής, χάρη σε μία έμφυτη ευρηματικότητα, επέτρεπαν να βλαστήσουν εξαιρετικές στιγμές ανοικείωσης. Αν και θα μπορούσε να θεωρηθεί μια «ποίηση δωματίου», οι συχνές εμφανίσεις μιας γοητευτικής άγριας πανίδας, καθιστούσε την κατεξοχήν αστικού τοπίου θεματική του ανοιχτή στο απρόβλεπτο της φύσης. Η σταθερά υψηλής θερμοκρασίας γραφή του, διατήρησε μια γοητευτικά υγρή ατμόσφαιρα που δημιουργούσε στίχους-υδρατμούς που προσκολλούνταν στα τζάμια των αισθήσεών μας, όπου εγγράφονταν με το χνώτο της μνήμης ο χρόνος.

Ο Γιάννης Κοντός υπήρξε κεντρική φιγούρα της γενιάς του ’70, και αποτέλεσε τον κατεξοχήν συνδετικό κρίκο αυτής με προηγούμενες γενιές, όπως αυτή της Α Μεταπολεμικής, όπως είχε εύστοχα επισημάνει ο στενός φίλος του Βασίλης Στεριάδης. Τη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του, την αφιέρωσε στη μνήμη του Τάκη Σινόπουλου, του ανθρώπου που στάθηκε δάσκαλός του. Όμως, και ο ίδιος ο Γιάννης Κοντός στάθηκε δάσκαλος πολλών νεότερων ποιητών καθοδηγώντας τους διακριτικά. Αρκετοί εξ αυτών, κινούνται σε ένα κλίμα που έρχεται από τον Κοντό κι αν «ξύσει» κανείς την επιφάνεια πολλών ποιημάτων, θα διαπιστώσει την σε βάθος παρουσία των τρόπων του Κοντού στο υπέδαφος, ενώ είναι αξιοσημείωτες οι συνάφειες σε επίπεδο ατμόσφαιρας. Εμφανής επίσης είναι και η υιοθέτηση της ποιητικής φόρμας και τεχνικής του, με τις αναγκαίες κάθε φορά προσαρμογές στο πνεύμα των καιρών.

Αν και παρατηρείται το φαινόμενο να τηρούνται αποστάσεις ασφαλείας από τη γενιά του ’70, γεννά εύλογες απορίες το γεγονός ότι ακολουθείται η πεπατημένη της γενιάς αυτής, ακόμη και από εκείνους που υποστηρίζουν σε όλους τους τόνους ότι έρχονται από το μέλλον. Είτε μέσω διαλεκτικής σύνθεσης είτε μέσω ρήξεων, η υπέρβαση της ποιητικής κοινής αποτελεί το μέγα ζητούμενο, αλλιώς η όλη «κριτική» για τη γενιά του ’70 θα παραμείνει απλό παιχνίδι εντυπώσεων σε επίπεδο ψιθύρων, εξυπηρετώντας τακτικισμούς που καμιά σχέση δεν έχουν με το στρατηγικό βάθος της λογοτεχνίας. Απομένει για λόγους ποιητικής δικαιοσύνης και αυτοσυνειδησίας, να καταδειχθεί η διαρκής παρουσία του ποιητικού στίγματος του Γιάννη Κοντού στον ποιητικό μας χάρτη, καθώς όσο κι αν η μαθητεία στη γραφή του δε δηλώνεται ανοιχτά, παραμένει υπογείως δραστική και γόνιμη όταν αφομοιώνεται δημιουργικά.

Αν μπορούσαμε να χωρίσουμε τους ποιητές χοντρικά σε δύο κατηγορίες, με κάποια δόση αυθαιρεσίας ενδεχομένως, σε ποιητές ενστίκτου και ποιητές στοχαστές, ο Κοντός αναντίρρητα ανήκει στην πρώτη, χωρίς φυσικά να παραγνωρίζουμε τις αλληλεπικαλύψεις και τη συνύπαρξη των δύο αυτών τάσεων σε πολλούς ποιητές. Όμως, η πλάστιγγα σε καθέναν, γέρνει αποφασιστικά είτε από εδώ είτε από εκεί. Οι μεν ποιητές ενστίκτου, συχνά βλέπουν την ποίηση ως παρηγοριά ή λύτρωση, ή ακόμα σαν όχημα μιας ανατροπής. Εμπιστεύονται την παντοδυναμία της ποίησης και του ονείρου. Οι ποιητές ενστίκτου ασκούν μεγάλη γοητεία σε νεοφώτιστους ποιητές, καθώς συχνά αποτελούν το έναυσμα ώστε να εισέλθουν στον κόσμο της ποίησης. Με άλλα λόγια, τους μολύνουν με τον νευροτρόπο ιό της ποίησης, προσφέροντάς τους το πρώτο τσιγάρο που αρκεί για να τους «βάλει στο κόλπο». Οι δε ποιητές στοχαστές από την άλλη, καθιστούν χρόνιο τον εθισμό στη νικοτίνη της ποίησης, διατηρώντας σε υψηλά επίπεδα το μικρόβιό της στο αίμα, υποβάλλοντας σε ενδελεχείς εξετάσεις και ελέγχους το ποιητικό σώμα, ώστε κάθε φορά που θα εξασθενεί η δράση του «βλαπτικού μικροοργανισμού» να εισάγεται νέο εθιστικότερο χαρμάνι. Αναπτύσσοντας μια συνειδητή κριτική στάση απέναντι στο ποιητικό φαινόμενο, κάτι που αντικατοπτρίζεται σε συχνά διεισδυτικά δοκιμιακά κείμενα, θωρακίζουν τον ποιητικό λόγο από τον εκφυλισμό του, μέσω μιας συνεχούς αναθεώρησης των κριτηρίων προς το αυστηρότερο, διευρύνοντας και εμβαθύνοντας το νοηματικό υπέδαφος της γραφής, πατώντας τόσο στον πρωτογενή ποιητικό όσο και στο δοκιμιακό λόγο. Αν οι ποιητές ενστίκτου, αποτελούν την αναγκαία πρώτη μαγευτική επαφή με τον κόσμο της ποίησης, οι ποιητές-στοχαστές συνιστούν την ικανή συνθήκη ώστε η ποίηση να μην αποτελέσει διάττοντα αστέρα στον ουρανό των χρόνων μας, αλλά να εδραιωθεί ως αναπόσπαστο κομμάτι της συνειδησιακής μας οντότητας, θέτοντας συνεχώς υπό αίρεση την ίδια την αξία της. Αν και ο καθένας από εμάς έχει τις προτιμήσεις του, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί την αναγκαιότητα συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης αυτών των δύο κυρίαρχων τάσεων προς όφελος του ίδιου του ποιητικού λόγου.

Κλείνοντας, δε θα μπορούσα να μην επανέλθω στο ποίημα που προανέφερα «Η μνήμη των κομπιούτερς», που πίσω από τον τρυφερά «τεχνοφοβικό» πυρήνα του, κρύβεται μια βαθιά πεποίθηση του ποιητή πως η τεχνοκρατική αντίληψη ζωής δεν μπορεί να αποδώσει, το εν πολλοίς αμετουσίωτο στην τεχνολογική γλώσσα, ανθρώπινο νόημα. Οι φόβοι μιας υποκατάστασης της πραγματικής ζωής από ένα ψηφιακό ισοδύναμο, παραμένουν εξακολουθητικά επίκαιροι, καθώς ζούμε εποχές έντονης κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και μιας απόστασης που όσο κι αν προχωρά η τεχνολογία, δεν μπορεί να καλυφθεί με προσομοίωση αισθήσεων. Αν και δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε φοβικά την εποχή μας, καθώς κάθε εξέλιξη είναι καλό να ιδωθεί ως ευκαιρία, δε βλάπτει να θυμόμαστε τις ανησυχίες ανθρώπων που δεν διέθεταν αυτή την εξοικείωση με το τεχνολογικό αύριο, ως ευαίσθητους δείκτες διατήρησης μιας εύθραυστης μνήμης. Εξάλλου, «τα μικρά, τα μισοσβησμένα» δεν μπορούν να αποτελούν «κενό στις καταγραφές με τα αθροίσματα», αλλά το ακριβές υπόλοιπο μιας συνεχούς αφαίρεσης και κάθαρσης που επιχειρεί η πράξη της ποίησης. Ποιητής του εξ επαφής λόγου, ο Γιάννης Κοντός, κατέγραψε πιστά τις διακυμάνσεις της κυματομορφής της ανθρώπινης ύλης, από τις κορυφώσεις της μέχρι την ισοηλεκτρική γραμμή του τέλους.

Η μνήμη των κομπιούτερς

Το χαδάκι στο λαιμό σου

δεν το πιάνει το πεδίο ενεργείας

του κομπιούτερ. Δεν μπαίνει στο

πρόγραμμά του. Αρνείται αυτές

τις λεπτομέρειες. Ούτε τις κάλτσες σου

πιάνει, γιατί τις έχεις στο χέρι

και ακουμπάει στον ώμο μου.

Τα φιλιά σου τα μεταγράφει

ως θερμότητα. Δεν βλέπει τον

αποχαιρετισμό, το φως που κάνει

ρίγες στη φούστα σου. Ούτε το μολύβι

που γράφει τις παραγγελίες

για τον μπακάλη. Κάνει ένα μονότονο

θόρυβο, σαν ανεμιστήρας, και βγάζει

ταινίες με στοιχεία για πολύ σοβαρά πράγματα.

Την τετραγωνική ρίζα της λύπης

δεν θα τη βρει ποτέ. Ούτε

το ενδιαφέρει. Θα ανακαλύψει

πολλά και διάφορα, αλλά

τα μικρά, τα μισοσβησμένα,

θα τα έχει σε κενό στις καταγραφές

με τα αθροίσματά του.


(Τα Ποιητικά, τχ. 21, Μάρτιος 2021, σελ. 7)