Καλλιόπη Εξάρχου (Μάχιμα χείλη, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα, 2014)

Ζωογόνα μαχητικότητα

(Καλλιόπη Εξάρχου, Μάχιμα χείλη, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα, 2014)

Γιάννης Στρούμπας­
Μάχιμα Χείλη της Καλλιόπης Εξάρχου
Μάχιμα Χείλη της Καλλιόπης Εξάρχου

Στην «πολιτεία των ποιητών», όπου δεν χωρούν όσοι υποτάσσονται στον «νόμο της βαρύτητας» απορρίπτοντας τα «θροΐσματα φτερών», τα μάχιμα χείλη έχουν τον πρώτο λόγο. «Μάχιμα χείλη» τιτλοφορεί την πέμπτη της ποιητική συλλογή η Καλλιόπη Εξάρχου, παρέχοντας μια εύκολη υποψία κάποιας ερωτικής δραστηριοποίησης. Όμως η ποιήτρια δεν περιορίζεται μόνο στην ερωτική διάσταση και συνθέτει ένα πολύσημο οικοδόμημα. Ποια είναι, λοιπόν, τα μάχιμα χείλη, «που τα βυζαίνεις/ και σε κάνουν/ μεγάλο και τρανό»; Είναι τα χείλη απ’ τα οποία κρέμεται κανείς, καθώς μιλούν κι αντιστέκονται; Είναι τα χείλη που εκφέρουν μαχητική ποίηση; Τα χείλη που προβλέπουν τις «δυσοίωνες βροντές»; Ή μήπως όντως, εντέλει, τα ερωτικά χείλη, που βαθαίνουν τη διαπροσωπική σχέση μέσω του έντονα υπονοούμενου ερωτισμού από το «βύζαγμα» των χειλιών;

Η απάντηση της Εξάρχου στα ερωτήματα περιλαμβάνει όλες τις προηγούμενες εκδοχές. Φαίνεται, μάλιστα, πως όλες οι άλλες εκδοχές περιέχονται σε εκείνη της ποιητικής δημιουργίας, αφού οφείλουν την ύπαρξή τους και περικλείονται «στη μάνητα των φθόγγων». Τα «οινοχόα χείλη» θολώνουν το ποτήρι, θαμπώνουν τα προοριζόμενα μόνο για τις «νοικοκυρές» «καθαρά κρύσταλλα», παραδίδονται στη μεθυστική θολούρα του οίνου, στην έκσταση, στην ψυχική ανάταση που προκαλεί όχι, τελικά, η γλυκιά ζάλη ή η άγρια μανία του αλκοόλ, παρά η ίδια η γλώσσα και η ποιητική έκφραση.

Τα θετικά συναισθήματα που αποπνέει η ποίηση αποδίδονται στη ζωογόνα μαχητικότητά της. Όποιος αδυνατεί να την αντέξει, νυχτώνει μοναχικός σαν έρημος. Η Εξάρχου απορρίπτει την αδιάφορη, στατική ζωή, που δεν προσφέρει καμία συγκίνηση και περιορίζεται μόνο στην άγονη ανάμνηση των περασμένων. Οι μνήμες είναι οι «Θρυαλλίδες/ ενός απολιόρκητου βίου/ που επιμένει/ να παραδίδεται μόνο στη μνήμη τους». Το σχόλιο αναδεικνύεται από τον εμπνευσμένο τρόπο με τον οποίο πραγματώνεται η ποιητική λειτουργία: το αντικείμενο λόγου εμπίπτει στη λειτουργία του ίδιου του τού εαυτού, καθώς οι αναμνήσεις παραδίνονται στο γεγονός της ανάμνησής τους.

Η έξοδος από το τέλμα τούτο δεν μπορεί να επιτελεστεί μέσω μιας συντηρητικής διαχείρισης των πληγών, γι’ αυτό και η Εξάρχου επιμένει ότι πραγματική ζωή είναι εκείνη που επιζητά «να εκπλαγεί/ να φοβηθεί/ να συντριβεί». Και μόνο όποιος αντέχει στις δοκιμασίες συγκαταλέγεται στους νικητές. Το άγνωστο δεν είναι απειλή, κατά την ποιήτρια· είναι η «Χώρα των Θαυμάτων». Εκεί πλουτίζουν τα μάτια, κι ας μοιάζει το σκηνικό βροχερό κι αντίξοο. Άλλωστε, «Τα ουράνια τόξα/ είναι ορατά/ μετά από βροχή/ Και μόνο τότε». Οι υπόλοιποι, που, στη δειλία τους, δεν ακολουθούν, τι επιλογές έχουν; «Κλειδώστε/ αμπαρώστε/ για να έχετε την ησυχία σας», σημειώνει επιτιμητικά η ποιητική ηρωίδα.

Τα σχόλια της Εξάρχου προκύπτουν σε πολλές περιπτώσεις απ’ τις ποιητικές της συνομιλίες με προγενέστερους ποιητές. Η ποιήτρια σπέρνει ενδείξεις μιας υπόγειας συνομιλίας με την Κική Δημουλά, που καταλήγει μάλλον στην πρόταξη μιας εκ διαμέτρου αντίθετης κοσμοθεωρίας από εκείνη της Δημουλά. Έτσι, αντί των αναμνήσεων που διακινούνται στη δημουλική ποίηση κυρίως μέσω της θέασης και του ποιητικού σχολιασμού φωτογραφιών, η Εξάρχου προτείνει την έξοδο από το κλουβί του παρελθόντος και την αναμέτρηση με τη ζωή· αντί της γυναίκας νοικοκυράς, που αναμετριέται με τη σκόνη και τα δεσμά στα χέρια της από μια φαλλοκρατική κοινωνία, η Εξάρχου διεκδικεί τη δοκιμασία και τη νίκη, απορρίπτοντας τους «ηττημένους» που «Κρατούν/ κράτος εν κράτει/ ασάλευτο/ τον κόσμο». Κι ίσως η συνομιλία αυτή να αποκαλύπτεται με διαύγεια στην ειρωνική παραδοχή της Εξάρχου πως δεν έχει κανένα σημείο επαφής με τους «αρματωμένους», που κουβαλούν «ανυπόφορα φορτία» υπεράσπισης της ζωής με πολεμικά υλικά, φορτία αβάστακτα για την «ανυπεράσπιστη» και παραιτημένη, τάχα, ποιήτρια, τα οποία δήθεν αναγνωρίζονται στην εκρηκτική παραδοχή «Και γέρνω/ Γερνώ», τη στιγμή που είναι σαφής η προτεινόμενη μαχητική στάση από την Εξάρχου. Ειδικά, όμως, στους τελευταίους στίχους επιβεβλημένα ανακαλούνται οι στίχοι της Δημουλά «Με ρωτάει ο καιρός/ Από πού θέλω να περάσει/ πού ακριβώς τονίζομαι/ στο γέρνω ή στο γερνώ» («Απροσδοκίες»), κινούμενοι στο κλίμα της στοχαστικής μελαγχολίας.

Αντίθετα, τα πετάγματα της Εξάρχου τείνουν να συναντήσουν τον ουρανό του Μίλτου Σαχτούρη. «Δίκιο έχουν/ τελικά/ οι ελεγκτές των εναέριων ελπίδων// Τίποτε δεν πετάει/ ελεύθερα/ χωρίς Τους», σημειώνει η ποιήτρια σε μια ενδιαφέρουσα συνομιλία με τον Σαχτούρη και ποιήματά του όπως ο «Ελεγκτής», όπου επιδίωξη είναι να κρατηθούν αναμμένες οι πηγές φωτός στον ουρανό, ή το «Ψωμί», όπου δηλώνεται η δίψα για ουρανό, με ό,τι θετικό αυτός συμβολίζει. Οι ποιητές, λοιπόν, όπως ο Σαχτούρης, που διεκδικούν έναν ανέφελο, καθάριο, ελεύθερο ουρανό, καθίστανται εγγυητές της ελπίδας, γι’ αυτό και τους αξίζει να αναφέρονται με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα της αναφερόμενης σε εκείνους αντωνυμίας («Τους»), εφόσον κι ο ρόλος τους στην υπεράσπιση της αξιοπρεπούς ζωής είναι κεφαλαιώδης.

Η επίτευξη του αξιοπρεπούς βίου προϋποθέτει, βέβαια, για την Εξάρχου την άνθηση του έρωτα. Ο έρωτας αντιμετωπίζεται σαν ευαγγελισμός, σαν πίστη, σαν βροχή στην ανομβρία, σαν βλάστηση στην έρημο. Έτσι επιδιώκεται στην πιο τολμηρή του εκδοχή: «Δεσμεύομαι/ [] να σε διατρέχω/ οριζοντίως/ και καθέτως», σε μια ψηλάφηση κάθε πόρου του κορμιού. Ο έρωτας καταξιώνει τον ανθρώπινο βίο, γι’ αυτό κι αν ακόμα φαίνεται ότι μια ζωή είναι άκρως κοινότοπη («“Έζησε και πέθανε”/ θα πούνε»), το ποιητικό υποκείμενο διεκδικεί ως αξιολόγηση της δικής του ζωής, ως «Διαθήκη» του, την αποτίμηση «“Έζησε, ερωτεύτηκε/ και πέθανε”/ θα πούνε», με την εύγλωττη και σημαίνουσα προσθήκη του ρήματος «ερωτεύτηκε».

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι τα δύο ωραιότερα ποιήματα της συλλογής είναι ερωτικά: η «Νύχτα της μετάληψης» και το «Από μιαν αγκαλιά». Στο πρώτο από τα δύο ποιήματα η Εξάρχου, με μια σειρά μαγικές εικόνες, δραστικές παρομοιώσεις της ερωτικής σχέσης με τη Θεία Κοινωνία, μεταφορές («σκόνταψα σ’ ένα φιλί»), προσωποποιήσεις (το φιλί «Ανάσαινε ακόμη/ στα δάχτυλά μου»), προτείνει μια ποιητική ανάπτυξη υποδειγματική, παρά τον εκφραστικό της πλούτο, για τη δομική οικονομία της. Στο δεύτερο ποίημα κυριαρχεί μια ευφάνταστη αντίθεση, που αφορά τον μετεωρισμό των ονείρων: τα όνειρα-«σαΐτες» σταματούν το ταξίδι τους, όταν «καρφώνονται» στον ορίζοντα, όπου και, παρά το «κάρφωμά» τους, παραμένουν μετεωρισμένα. Με το μετέωρο αυτό κάρφωμα περιγράφεται τόσο η άυλη φύση των ονείρων, όσο όμως και ο τερματισμός του ταξιδιού τους, παρόλο που ο χώρος τους παραμένει ο ουρανός, ως χώρος οραμάτων, ελπίδων, πεταγμάτων.

Μπορεί, επομένως, κάποτε να «Κουράζεται κι ο Έρωτας» ο ίδιος· μπορεί να «Ματώνουν τα χείλη του», φανερώνοντας ότι, αν και αποτελεί ένα ισχυρότατο όπλο για την αντιμετώπιση των δυσκολιών, δεν είναι κι ακαταμάχητο. Γι’ αυτό κι από τη μια μοιάζει να χαρίζει τα πάντα, μα από την άλλη να οδηγεί στο τίποτα. Το ίδιο ανεβοκατέβασμα παρατηρείται, άλλωστε, γενικότερα στη ζωή, «για να κρατιέται το σύμπαν/ εν ισορροπία». Αν, συνεπώς, τα χείλη ματώσουν στον έρωτα, δεν παύουν να διατηρούν την ιαματική τους μαχητικότητα, εκφραζόμενα ποιητικά.