Γιώργος Μπλάνας (Στασιωτικά [1-50], Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Φαίνεται πως εντέλει είναι δύσκολο «να ξεχάσει η γλώσσα τα χαμένα αίματά της»• κι ο ποιητής, όσο κι αν έχει τεθεί προ πολλού στο περιθώριο της κοινωνίας και της ιστορίας, όσο κι αν έχει ο λόγος του αμβλυνθεί στα τροχεία της εσωτερικής αγωνίας, κάποιες στιγμές -όταν δεν υπάρχει ούτε ένα ψέμα τόσο δα να μας παρηγορήσει / με τη γαλάζια αλήθεια του– αισθάνεται την ανάγκη να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να ανταποκριθεί στις κραυγαλέες επιταγές του καιρού του. Να γίνει -με το δικαίωμα που του δίνει το γεγονός της εγκαταβίωσής του στα υπόγεια της γλώσσας, του θρύλου και της ιστορίας- τιμητής των έως τώρα συντελεσθέντων και προάγγελος νέων δεινών, να δράσει «ανάστροφος σε ανάστροφους καιρούς».
Κάπως έτσι δρα, με τα 50 εντυπωσιακά και ευρύστερνα Στασιωτικά ποιήματά του ο Γιώργος Μπλάνας, φέρνοντας σε αίσιο πέρας ένα ομολογουμένως φιλόδοξο ποιητικό εγχείρημα, επικαλούμενος και, συνάμα, τιθασεύοντας, υποτάσσοντας στις ενδιάθετες προθέσεις του έναν χείμαρρο «επιχειρημάτων» ιστορικών και ποιητικών και συνδυάζοντας συνειρμικά συνυφασμένες εικόνες, σκέψεις, ακατάπαυστα περιπλανώμενος στην ιστορία της ποίησης και στην ποίηση της Ιστορίας. Ενεός, με θρηνητική αλλά και «στασιωτική» διάθεση, σαν ένας σύγχρονος Ιερεμίας, επισημαίνει και στηλιτεύει την κατάρρευση των ιδεολογιών και των ιδεολογικών μητροπόλεων, την ηθική κατάπτωση και την αποσάθρωση των κοινωνικών θεσμών, προβλέποντας τα ερείπια του μέλλοντος […] μέσα στην τρώγλη του έθνους, έτσι που πάει να γίνει ο κόσμος όλος ένας γκρεμός / και ο γκρεμός κατοικημένος τρόμος. Επισημαίνει, στηλιτεύει αλλά και θρηνεί.
Με δεδομένη και ακατάπαυστα επαληθευόμενη τη βεβαιότητα ότι κάθε ανθρώπινο ον, συνειδητά ή όχι αδιάφορο, αποτελεί ένα δυσδιάκριτο, έστω, εξάρτημα του σκοτεινού μηχανισμού της Ιστορίας• ότι κάθε ον είναι μια πληγή που αντί για αίμα τρέχει ανθρώπινη ιστορία, την ίδια στιγμή που η λέξη ιστορία είναι συνώνυμη της λέξης σφαγείο, πεταμένη σα σκυλί / στο κράσπεδο μιας βουλιμίας. Κι ακόμα, με παγιωμένη την αίσθηση ότι όλοι σ’ αυτόν τον τόπο (ενδεχομένως σε κάθε τόπο του σύγχρονου κόσμου αλλά σ’ αυτόν πολύ περισσότερο ή, τουλάχιστον, προφανέστερα) οι άνθρωποι είναι δακτυλοδεικτούμενοι από τον θάνατο, ενώ η ζωή είναι μια «έκταση» μολυσμένη, που οφείλουν πάραυτα να εγκαταλείψουν όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν• όλοι εκτός από τον ποιητή, η σχέση του οποίου με τη φθορά και τον θάνατο είναι εντελώς διαφορετική• δεν τον εξουθενώνει, απεναντίας τον ενεργοποιεί και τον οιστρηλατεί. Ξυπνά μέσα του την ανάγκη να διαδραματίσει τον λησμονημένο εδώ και πολύ καιρό ρόλο του πνευματικού και κοινωνικού ταγού, υποκαθιστώντας τους άλλους, τους αναλώσιμους θεσμικούς ταγούς, που οδηγούν το κοπάδι της ιστορίας, σαν εξημερωμένο φίδι, στο τσίρκο: νωθρό, παραχορτασμένο ιδέες / με τα ψέματα και τα αίματα.
Η ποίηση, κατά τον Μπλάνα, οφείλει να πάψει να απέχει της ιστορίας -να είναι «ανιστόρητη»- και να επαναπαύεται σε απατηλούς θώκους της όποιας, πραγματικής ή νομιζόμενης, εξουσίας, να πάψει να είναι «ζητιάνα των θεσμών»• να εγκαταλείψει τους «γλωσσικούς εορτασμούς» και τις «στιχηρές παρελάσεις» («Τράβα, ποίηση, επιτέλους. / Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσύ ανορθογραφείς / το αλφαβητάρι των ουράνιων ψευδών / στη ζωντανή επιφάνεια των ανθρώπινων περγαμηνών. / Πέθανες, πέθανες. Τέλειωσες»). Και ο ποιητής, οφείλει κι αυτός να πάψει να θεωρεί την τέχνη του θερμοκήπιο καλλιέργειας ωραίων ρημάτων, σε μια εποχή που οι άνθρωποι ηττημένοι, καθημαγμένοι, τελούν «υπό τον βρόγχο των κολάρων» και διάγουν τον επαίσχυντο βίο τους «υποτελείς στα σάβανα των κοστουμιών», ενώ το πνεύμα δεν είναι πια παρά «μια ατυχής παρωνυχίδα σε χέρια επιμελώς βαλσαμωμένα». Δουλειά του είναι να αντιπαρατεθεί, να διεγείρει, να αφυπνίσει και να ηττηθεί – έρμαιο της αιματηρής πραγματικότητας και της ακόμα πιο αιματηρής, της κατακόκκινης ιστορίας («Ποιος ευθύνεται γι’ αυτήν την κόλαση;» / Περιμένατε, σχεδιάζατε πόλεις, εργοστάσια, / κατακτήσεις, πολέμους: όλο και πιο κόκκινα / πράγματα, πάντα πιο κόκκινα). Ακόμα και ηττημένος, ωστόσο, «έγκλειστος στα τείχη της ζωής», από την οποία δεν μπορεί να αποδεσμεύσει τη ζωή του, περιβαλλόμενος από «γενίτσαρους της πολιτικής ορθότητας» και από «μεταμοντέρνους μυγοχάφτες», σ’ έναν τόπο και σ’ έναν κόσμο όπου όλοι οι φορείς και εκπρόσωποι της εξουσίας, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, ψεύδονται το ίδιο ψέμα, εκδίδουν την ίδια πόρνη και είναι ποιμένες του ψεύδους, της βρωμιάς και της ασκήμιας, ακόμα κι έτσι, δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί. Να αδιαφορήσει γι’ αυτήν την πραγματικότητα-«χοιροστάσιο» («…και η ψυχή: μια πεταλούδα σε χοιροστάσιο»), όχι μόνο επειδή διακατέχεται από την παμπάλαια, την αρχετυπική αγωνία των ποιητών για τα κοινά, για τη μοίρα του τόπου τους, αλλά και γιατί αισθάνεται τη γλώσσα, τη γλώσσα του, να συγκρατεί και να συνέχει τη μνήμη του και να τον συνδέει άρρηκτα με την ιστορία, στις πιο αιματηρές εκδοχές της («Γλώσσα γλυκιά, / σαν κεράσι γλυκόξινο στη γλώσσα μου. / Πώς να ξεχάσει η γλώσσα τα χαμένα αίματά της;»).
Η ποίηση μπορεί να μην τον παρηγορεί -αφού δεν στάθηκε ικανή να του «εκχωρήσει» κάτι φωτεινό από τα σκοτάδια της κάθε μέρας-, μπορεί να είναι και γι’ αυτόν το «φθονερό καταφύγιο», δεν παύει, ωστόσο, να αποτελεί το μοναδικό πεδίο, όπου μπορεί να πραγματώσει και να καρπωθεί την ελευθερία του• να διεκδικήσει τα δικαιώματά του στον έρωτα και στον θάνατο. Όπως δεν παύει να του προσφέρει το εφαλτήριο για ριψοκίνδυνες καταβάσεις στον ζοφερό κόσμο της Ιστορίας, εκεί όπου θάλλει η φυλετική μνήμη κι ακατάπαυστα ακούγονται οι οιμωγές των εξαπατημένων και των ηττημένων, ανακατεμένες ή καλυμμένες με/από τις φωνές των ασύστολων διαλαλητών και εμπόρων του περιβόητου τρίπτυχου «πατρίδα-οικογένεια-θρησκεία». Με όλα χαμένα, ο ποιητής, σε έναν τόπο που ο άνθρωπος βρίσκεται μονίμως σε βρασμό ψυχικής ορμής, υποχείριο ενός «πάντα θυμωμένου δαίμονα», του μέσα δαίμονα, αυτού που κατάγεται από τη χώρα του θανάτου, έρμαιο μιας μαινόμενης μνήμης, με άθλιες εικόνες μέσα του να συνωστίζονται, αφήνεται με εμπιστοσύνη στον οίστρο-θυμό του, ο οποίος, τις περισσότερες φορές, μετουσιώνεται σε υψηλή ποίηση. Ποίηση ανθρώπου που, μολονότι ασθμαίνοντας, κατορθώνει και ηνιοχεί τον λόγο του, υποτάσσοντάς τον στην πρόθεσή του να γίνει μάρτυρας και καταθέτης των δεινών της εποχής του.