Γιάννης Στίγκας

Συζήτηση του ποιητή με την Τιτίκα Δημητρούλια

«Αν κάποιος έχει κάτι από γκρεμό στο βλέμμα του είναι καλό σημάδι»

Γιάννης Στίγκας
Γιάννης Στίγκας

 

 

 

 

«Ισόπαλο τραύμα»: η ποίηση πληγή και τρόμος;

Πληγή της πληγής. Πόνος διπλός αλλά και βάλσαμο μαζί. Παράξενο πράγμα – όμως αυτό είναι ο ποιητής, ένας σκαφτιάς της ύπαρξης (άρα και τραυμάτων ανεπούλωτων ή τάχα μου επουλωμένων), κι αυτό είναι κάτι που πονά, καμιά φορά από τις άκρες των δαχτύλων σου μέχρι τη μέρα που γεννήθηκες.

Δεν ξέρω πού μπορεί να φτάσει κανείς σκάβοντας. Ο Ρεμπώ έφτασε φτύνοντας και κλοτσώντας μέχρι την άβυσσο, την κοίταξε καλά καλά και βουβάθηκε. Ο Τσέλαν φτυαρίζοντας χιόνι διέτρεξε εγκάρσια ολόκληρο τον πλανήτη μέχρι να βγει σ’ άλλο ημισφαίριο, ή καλύτερα: μέχρι το ημισφαίριο του θανάτου του. Ο Μπόρχες (σχολαστικά, σαν τους αρχαιολόγους) έσκαβε, σκάβει και θα σκάβει, εγκλωβισμένος στην αιωνιότητα ως σύγχρονος Σίσυφος αλλά πιο τζέντλεμαν, γιατί όλο αυτό το συνοψίζει απλά στη λέξη “δυστυχώς”, γι’ αυτό και τον αγαπάω.

Άγνωστο λοιπόν πού φτάνει κανείς σκάβοντας. Για μένα ζητούμενο είναι να φτάσω μέχρις εκεί όπου θα μάθουν οι πληγές μου να με σέβονται. Μετά, ίσως να αρχίσω να σκέφτομαι και για επούλωση.

 

Από την πρώτη σου συλλογή, «Η αλητεία του αίματος», στη δεύτερη, «Η όραση θα αρχίσει ξανά», ώς την τελευταία, λάμψεις παντού, αστραπές

Αστράφτει η ψυχή κι πλάση γύρω τη μιμείται. Μπορεί και τ’ ανάποδο. Πάντως, ναι, πολλές λάμψεις, πολλές αστραπές, να τις περνάω σταυροβελονιά στο αίμα μου για να κεντήσω στην ψυχή μου καταιγίδες. Σολωμικές όλες τους, θέλω να πω, με την αποκαλυπτική τους διάσταση, “άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του”.

Λάμψεις σαν αυτήν που αφήνει στο μυαλό ένα γερό χαστούκι ή σαν αυτήν που αφήνει στο κορμί ένας καλός οργασμός. Είναι που μας φωτογραφίζει ο Θεός εκείνη την ώρα. Κι ο ποιητής είναι ο πιο καλός αγωγός τους, που λέει κι ο γερο-Χαίλντερλιν, αλλά δίχως να καίγεται. Ο ποιητής ο ελέω ζωής ποιμένας τους. Έτσι, να βγάλουμε για βοσκή τις αστραπές μας, για να ηλεκτρίσουμε εκ νέου τα πράγματα, και πάνω απ’ όλα το κουράγιο μας.

 

…και φλόγες.

Φλόγες πολλές, και όλες μού τις συνδαυλίζει μυστικά ο Ηράκλειτος.

Θέλησα να κάνω μια ποίηση με τα δομικά στοιχεία του σύμπαντος, βροχές, φωτιές, ανέμους και πέτρες. Κι ο άνθρωπος στο κέντρο αυτής της λυσσασμένης δίνης, να τον στοιχειώνουν τα στοιχεία κι αυτός με τη σειρά του να τα στοιχειώνει με νόημα.

Σ’ αυτόν τον κόσμο οι φλόγες έχουνε την τιμητική τους. Καταστροφικές και λυτρωτικές συνάμα, τραγικές και ζωογόνες, υπομονετικές σαν την αγάπη, ανυπόμονες σαν τον έρωτα, μοβόρικες ή άδολες σαν τον Ντύλαν Τόμας, όλων των ειδών οι φλόγες, χορευταρούδες όλες τους (παρεμπιπτόντως η φωτιά του Αλλιέντε χορεύεται διαφορετικά από τη φωτιά του Αϊ-Γιαννιού), κι όπως λέει κι ένα παλιό δημοτικό άσμα: χίλιες οι σπίθες της φωτιάς, χίλιοι κι οι τρόποι που έχει.

Α, η φωτιά, μια επιστήμη ολόκληρη από μόνη της. Αν πόναγε λιγάκι, θα γινόταν ψυχή. Αυτοί που της δίνουν να τους διαβάσει το χέρι γίνονται φίλοι μου. Ο Παράκελσος την είχε για κατοικίδιο. Εμένα με λένε Γιάννη, κι αυτό είναι ένα θαυμάσιο προσάναμμα.

 

Κόμης Λωτρεαμόν από το «Ισόπαλο τραύμα»: “Μπήκαμε στο θαύμα γονατισμένοι / τουλάχιστον να βγούμε ως κύριοι”: Μπήκες στο θαύμα; Σίγουρα όχι γονατισμένος.

Αυτή είναι μια ερώτηση που δεν απαντιέται με λόγια. Η απάντηση βρίσκεται στα μάτια. Αν κάποιος έχει κάτι από γκρεμό στο βλέμμα του, είναι καλό σημάδι, γιατί το θαύμα είναι ένα χελιδόνι απόκρημνο, μια κατακόρυφη ξενάγηση στο ρίγος. Αν έχει μια χλομάδα παράξενη, σαν κι εκείνη του Δάντη, αν κάθε φορά που τον πλησιάζεις ακούς ανεπαισθήτως θρόισμα, αν βρίσκεις στα μαλλιά του, πού και πού, κανένα πούπουλο, καλά σημάδια επίσης, γιατί όσοι αντέξανε το θαύμα για καιρό, ξεγράφονται από τούτο τον κόσμο και γίνονται άγγελοι. Κι όσοι τ’ αγγίξαν έστω και για μια στιγμή, γίνονται άυπνοι. Εγώ είμαι ένας άυπνος άνθρωπος.

Κι όμως γονατισμένος, με τον δικό μου κρυφό τρόπο.

 

“Αρνούμαι” του λέω /“εγώ έπεσα απ’ αλλού / είναι αδύνατον μία μηλιά / αδύνατον να βγάζει κίτρα”. Μήλο ή κίτρο, τελικά;

Κίτρο μάλλον. Το κίτρο, απατηλά στρογγυλό, κατά βάθος όλο γωνίες. Πικρό, απότομα κίτρινο, σχεδόν φωτιστικό, “αν το πετάξεις ψηλά θα σου δώσει μια αστραπή σε περίληψη”, πολλοί βρήκαν το δρόμο τους στο σκοτάδι κρατώντας ένα μονάχα κίτρο.

Από την άλλη, το μήλο, βαθιά θηλυκό, πλασμένο για να δοθεί, σε προκαλεί να το δαγκώσεις, γιατί “μόνο ένα δαγκωμένο μήλο εκπληρώνει τον προορισμό του” – τι αυτοθυσία που σου μαθαίνει το μήλο, τι εναρμονισμένο με το χρόνο, δεν είναι ο καιρός του και περιμένει, περνάει ο καιρός του και πέφτει, ενώ το κίτρο αγνοεί προκλητικά το χρόνο, το κίτρο δεν παραδέχεται τέλος.

Το μήλο είναι καρπός του παραμυθιού, το κίτρο καρπός του εφιάλτη. Το μήλο είναι ένα κίτρο που λυτρώθηκε, το κίτρο ένα μήλο που κακοφόρμισε. Το ότι το κίτρο λέγεται και μηδικό μήλο απλώς περιπλέκει τα πράγματα.

Δεν ξέρω, σημασία έχει να μπορείς να καρπίζεις.

 

“Αλλά θα ’ρθουν καιροί / με στυφά δευτερόλεπτα / να ερημώσουν την όραση / να την κάνουνε Σιβηρία”. Προφητεία για μια σκληρή πραγματικότητα;

 Ξεκάθαρα ναι. Άλλωστε το υποδεικνύει και ο τίτλος του ποιήματος. Οι προφήτες πάντα μού προκαλούσαν δέος, πώς σ’ ένα βλεφάρισμα τινάζεται κανείς στον ουρανό, βλέπει πίσω από τη φόδρα του, ξαναγυρνάει στη γη κι έχει και τη δύναμη να μιλάει, ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Το μάτι είδε τον κόσμο τόσο βαθιά, γι’ αυτό και τον αποστρέφεται, γι’ αυτό γυρίζει προς τα μέσα, και το κεφάλι είναι χαμένο από χέρι, αν δεν τους το κόψουν, θα σκάσει απ’ την όραση. Κι η αλήθεια, βέβαια, ν’ αφρίζει, οι σπασμοί, ο πυρετός, η πιο βαριά επιληψία είναι αυτή, η σύρριζα στην θέωση.

Αλλά εκείνο που με μαγεύει περισσότερο στις προφητείες, είναι που ξελογιάζουν το χρόνο, τον ξεγυμνώνουν για πάρτη μας και τον βλέπουμε ως είναι στ’ αλήθεια, δηλαδή ατόφιος. Το παρόν μπουκάρει στο μέλλον, το μέλλον μπουκάρει στο παρόν, παρελθούσες όλες τους, μάλιστα λένε πως οι προφητείες είναι σαν το κρασί, όσο παλιότερες, τόσο καλύτερες, πώς τον μεθάνε το χρόνο οι προφητείες.

Και κάτι τελευταίο: η δική μου προφητεία είναι μόλις πέντε χρονών, γι’ αυτό και στυφή. Θα μεγαλώσει και θα παραμείνει στυφή, όπως κάθε προφητεία που σέβεται τον εαυτό της. Κι αν σου αφήνει μια γεύση σχεδόν εσχατολογική, τότε θα πρέπει να σου πω ότι το τέλος έχει τη δική του χλωρίδα. Και πόσο του ταιριάζει μια στέπα της Σιβηρίας, παγωμένη και έρημη, σαν την κόλαση, όταν ο Θεός αποφασίσει επιτέλους να την αδειάσει.

 

Ποίηση και επανάσταση;

Η ποίηση επαναστατεί από τα γεννοφάσκια της. Γιατί είναι η φανερωμένη της ψυχής κι η ψυχή ασφυκτιά σ’ αυτόν τον κόσμο που διαρκώς τιποτεύει. Στην πέμπτη ραψωδία της Ιλιάδας, θνητός ονόματι Διομήδης πληγώνει Θεότητα, διεκδικώντας έτσι, έστω βίαια, έστω αιχμηρά, τη ζωή μας εδώ κάτω στη γη, κι ακόμα κάτι περισσότερο: τη ζήση μας την άνωθεν. Πώς αλλιώς; Αφού μας πέφτει λίγη η θνητότητα, κι η αθανασία ασήκωτη.

Αλλά αυτή είναι η πιο βαθιά μας περιπέτεια και το πιο σπαραχτικό μας δικαίωμα, σχοινοβασία ανάμεσα στις δυο, και δώσ’ του αγιάζι το κενό, δώσ’ του γιουχάρισμα. Οι ρομαντικοί το αφήσαν νηστικό, γι’ αυτό και τους χαίρομαι. Θαυμάσιοι σχοινοβάτες όλοι τους, από τον Λόρδο Βύρωνα μέχρι τον σκέτο Βύρωνα, που δεν θα γίνει λόρδος, που κάθε μέρα πάει στη δουλειά, μαζεύει φούχτες δολάρια, ώσπου μια ωραία πρωία τελικά ξυπνά, και γράφει ένα πελώριο αμ’ δε στα μούτρα του Φραγκλίνου.

Α, η ποίηση, μεράκι που την έχει την επανάσταση. Ακονίζοντας μέσα μας την ελευθερία, θεραπεύοντας -θα τολμήσω να πω- την ουσία τούτου του κόσμου, που ενδέχεται να είναι εκ γενετής κωφάλαλη.

Πάμε πάλι από την αρχή. Πες “αγάπη”.

—“Αγάπη”.

Μπράβο, τώρα πες τη λέξη “θυσία”.

Σημείωση: Ο στίχος “μόνο ένα δαγκωμένο μήλο εκπληρώνει τον προορισμό του” είναι της Γιάννας Μπούκοβα. Ο στίχος “αν το πετάξεις ψηλά, θα σου δώσει μια αστραπή σε περίληψη” είναι του Μιγκέλ Ερνάντεθ. Οι σκόρπιοι στίχοι με πλάγια είναι από ανέκδοτες ποιητικές συλλογές του Γιάννη Στίγκα.

(Τα Ποιητικά, τχ. 1, Μάρτιος 2011, σελ. 21.)