Editorial (τχ. 20)

«Για μένα η αντίληψη ενός ποιήματος είναι μια περίτρομη ευτυχία».

(Νόρα Αναγνωστάκη)

Τα Ποιητικά κλείνουν με το τεύχος αυτό πέντε χρόνια ζωής. Ο ένας από τους πρωτεργάτες τους, ο Γιάννης ο Βαρβέρης, δεν είναι πια κάμποσο καιρό μαζί μας. Ελπίζουμε πως από κει που μας βλέπει -ότι μας βλέπει είμαστε απολύτως βέβαιοι, και μας ακούει επίσης-, συμφωνεί με την πορεία του, ειδικά μέσα στην κρίση που ανατρέπει ακατάπαυστα την καθημερινότητα αλλά και το πνευματικό τοπίο. Εμείς πιστεύουμε ότι η ποίηση αντέχει. Καλύτερα, η ποίηση δίνει το παρών με ζωντάνια, με ορμή. Μια όψη της τουλάχιστον, αυτή που μας αφορά, αυτή που μας δημιουργεί το αίσθημα «της περίτρομης ευτυχίας» για την οποία μιλά η Νόρα Αναγνωστάκη σε μια από τις επιστολές της στον Σεφέρη που παρουσιάζει η Βασιλική Κοντογιάννη. Στόχος του περιοδικού ήταν εξαρχής να θέσει στο επίκεντρο τόσο τον ποιητικό λόγο καθαυτόν όσο και τον λόγο περί ποιήσεως, με έμφαση στην παρακολούθηση της τρέχουσας ποιητικής παραγωγής. Στόχος του ήταν επίσης να γίνει ένας τόπος συνάντησης χωρίς αποκλεισμούς, ένας χώρος ελεύθερου διαλόγου, με τη ματιά στραμμένη στο καινούργιο, από όπου κι αν προέρχεται. Εσείς ξέρετε καλύτερα από μας τι από όλα αυτά έχει γίνει και τι χρειάζεται δουλειά ακόμη και σας προσκαλούμε, για άλλη μια φορά, να συνεργαστούμε, σε κάθε επίπεδο. Με ποιήματα, με κριτικές, με δοκίμια, με μελέτες, με μεταφράσεις ποιητικές και μη, με λόγο και αντίλογο, κυρίως, με προτάσεις και ενστάσεις.
Γνωρίζουμε τι βάρος, τι ευθύνη είναι να γράφει κανείς ποίηση, τι κόπο και θυσίες απαιτεί. Ξέρουμε πόσο η μάχη με τις λέξεις μοιάζει συχνά αδιέξοδη κι είναι οι λέξεις που κερδίζουν συνήθως, υποχωρώντας άτακτα, δραπετεύοντας λάθρα, αφήνοντας τις έννοιες μετέωρες, το νόημα μισοτελειωμένο, λειψό, αυτόν που γράφει εξαντλημένο κι απελπισμένο. Μια από τις πιο ευαίσθητες, τις πιο ευθύβολες κριτικές φωνές του αιώνα που πέρασε, η Νόρα Αναγνωστάκη, αποτυπώνει την αγωνία αυτή σε μια από τις επιστολές της στον Σεφέρη, τις οποίες προαναφέραμε. Στις επιστολές αυτές φαίνεται η λατρεία της για τον ποιητή της νεωτερικότητας, τον οποίο αντιδιαστέλλει προς τους παλαιότερους, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη, τον Βάρναλη, υποτιμώντας τους – άδικα, λέμε εμείς, αλλά δεν έχει σημασία, λέει αλήθεια για τα διαβάσματα των νέων τότε. Είναι άραγε η πρώτη της επιστολή το ίδιο εκείνο γράμμα για το οποίο γράφει στο αφιέρωμα στον Σεφέρη στο Βήμα (27.2.2000): «Ο Σεφέρης μου λέει ότι βρήκε ενδιαφέρον το γράμμα μου και εγώ λέω σεμνά: “Ήταν ειλικρινές”. Διαμαρτύρεται: “Για ό,τι είναι γραμμένο καλύτερα να αφήνουμε κατά μέρος την ειλικρίνεια”. (Φυσικά, σκέφτομαι, αλλού οφείλεται η εμβέλεια των γραφομένων μας. Έχει δίκιο.)» Δεν ταιριάζουν οι ημερομηνίες, τα γεγονότα όμως δένουν. Η μνήμη παίζει έτσι κι αλλιώς παιχνίδια, αυτό αν το ξέρουν καλά οι ποιητές. Στο ίδιο άρθρο, περιγράφει τη συζήτησή της με τον Σεφέρη για τη δυσκολία της γραφής: «Του λέω πως μόνιμη δυσκολία μου είναι η γλωσσική διατύπωση. Πώς θα βρω τις κατάλληλες λέξεις που θα αποδώσουν με ακρίβεια τις σκέψεις και τα αισθήματά μου. “Αυτή είναι η ουσία της γραφής”, μου απαντά. “Οι λέξεις είναι τα εργαλεία της. Φτάνει να έχεις κάτι να πεις. Δεν βλέπεις πόσο εύκολα γράφουν αυτοί που δεν έχουν να πουν τίποτα;”». Πόσο αληθινό σε όλες τις εποχές Ευτυχώς, ο χρόνος που τα πάντα γιατρεύει, βάζει τα πάντα στη θέση τους. Αργεί, αλλά δεν ξεχνά. Ή μάλλον, ξεχνά, έστω και με καθυστέρηση. Επανερχόμαστε στη συζήτηση για τον τρόπο της κριτικής, το άγχος της σωστής λέξης, της ανανέωσης της σημασίας και της γλώσσας, όπως την ξεκινά η Αναγνωστάκη στις επιστολές αυτές, συνδέοντας ωραία την ποίηση με την κριτική της: «Ποιητές και κριτικοί είμαστε πανικόβλητοι απ’ τη ζωή των αισθημάτων. Ποιος έχει το κουράγιο να τ’ αναφέρει με το όνομά τους; Ο τρόμος μας να μην πέσουμε στην αισθηματολογία είναι μεγάλος. Και πώς να χρησιμοποιήσεις πια αυτές τις λέξεις που έχουν φθαρεί απελπιστικά απ’ την κατάχρησή τους (πόνος, πίκρα, απογοήτευση, αηδία, έξαρση, κ.τ.λ, κ.τ.λ.) και η απλή αναφορά τους όχι μόνο δεν έχει αποδεικτική δύναμη αλλά αντίθετα ουδετεροποιεί την έκφραση ως την κοινοτοπία; (Πιστεύετε πως όταν συναντήσω τη λέξη θάνατος σ’ ένα ποίημα κουμπώνομαι ως τ’ αυτιά;)»
Θα κλείσουμε με ένα άλλο απόσπασμα, που τονίζει την υποκειμενική, καλλιτεχνική πλευρά της κριτικής -κάποιοι σίγουρα θα διαφωνήσουν- και, κυρίως, την ανάγκη να γράφει κανείς γι’ αυτό που μιλά στην ψυχή του: «Πολλοί με κατηγορούν ότι φαντάζομαι για την ποίηση και τους ποιητές πράγματα ίσως συναρπαστικά αλλά εντελώς ανυπόστατα. Ίσως έχουν δίκιο – γιατί από ένα σημείο και πέρα τα ποιήματα δεν τα διαβάζω πια: τα ονειρεύομαι. Ίσως μέσα από τη δική μου αίσθηση να ζουν πολύ αλλοιώτικα [σικ] τα ποιήματα, αλλά ζουν. Κι αν τα προδίδω, τα προδίδω αποδίδοντάς τους τη ζωή που μου χαρίζουν. […] Αντιπαθώ τα εγκώμια, κι όλες τις πόζες της κολακείας κυριολεκτικά τις σιχαίνομαι· όμως, όταν αγαπώ κάτι, θέλω να μιλήσω γι’ αυτό ζεστά, με ανοιχτή καρδιά, χωρίς τσιγγουνιές αισθημάτων, χωρίς εκείνη την ψυχραιμία που θ’ αφαιρέσει απ’ τα λόγια μου εκείνη την πρώτη ζεστασιά που πήραν από κείνο για το οποίο μιλούν». Αυτή η ζεστασιά, αυτή η γενναιοδωρία για όσα μιλούν στην καρδιά μας θέλουμε να υπάρχει πάντοτε στα Ποιητικά. Μαζί και το προνόμιο της περίτρομης ευτυχίας. Καλή χρονιά.


(Τα Ποιητικά, τχ. 20, Δεκέμβριος 2015, σελ. 31)