Δυο λόγια για τον Γιάννη

Γιάννης Βαρβέρης
Γιάννης Βαρβέρης

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Δυο λόγια για τον Γιάννη

Θα πρέπει να ήταν από το καλοκαίρι του 2009 που του είχε σφηνωθεί για τα καλά στο μυαλό η ιδέα της έκδοσης ενός αποκλειστικά ποιητικού περιοδικού. Είχε την άποψη ότι το «Κ», το περιοδικό κριτικής και δοκιμίου που διηύθυνα με τον Αλέξη Ζήρα, φτάνοντας στο εικοστό τεύχος ολοκλήρωνε τον κύκλο του, συνεπώς θα μπορούσαμε εμείς οι δυο να μπούμε στην περιπέτεια ενός νέου εγχειρήματος. Στις επιφυλάξεις μου, ότι υπάρχουν ήδη αρκετά περιοδικά ποίησης, αντέτεινε ότι αυτά, όσο καλά κι αν είναι, ως εξαμηνιαία, αδυνατούν να καλύψουν τα τρέχοντα ποιητικά πράγματα, ενώ το δικό μας, κυκλοφορώντας τέσσερις φορές τον χρόνο, θα είχε μιαν αμεσότερη επαφή με το ποιητικό γίγνεσθαι. Θα ήταν περισσότερο ευέλικτο. Δεν ήθελα και πολύ να πεισθώ, εξάλλου σε όλους τους φίλους είναι γνωστό το πάθος μου, το ψώνιο μου, να το πω αλλιώς, με την έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών. Από τη στιγμή μάλιστα που η Τιτίκα Δημητρούλια μας έφερε σε επαφή με τον εκδότη Κώστα Γκοβόστη κι αυτός δέχτηκε, χωρίς περιστροφές, την ευθύνη της έκδοσης, το πράγμα μπήκε στα σκαριά.
Με δεδομένη τη δυσκολία που αντιμετώπιζε στις μετακινήσεις, συναντιόμαστε κάθε Σάββατο μεσημέρι σε μια κρεπερί κάτω από το σπίτι του κι εκεί συζητούσαμε επί ώρες πολλές, κρατώντας σημειώσεις για τα όσα αποφασίζαμε, χωρίς ποτέ να διαφωνήσουμε για οτιδήποτε, για τα πρόσωπα στα οποία θα αποτεινόμαστε, για τη θεματολογία του περιοδικού, για την τυπογραφική εκδοχή του. Η αγάπη, η εμπιστοσύνη και η εκτίμηση που αισθανόταν ο ένας για τον άλλον, επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, αποτελούσαν τα εχέγγυα για μια δίχως ίσκιους και επιφυλάξεις συνεργασία. Κάπως έτσι προγραμματίστηκε και ετοιμάστηκε το πρώτο τεύχος Των Ποιητικών και δεν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά και τη συγκίνησή του όταν το κράτησε στα χέρια του, στις 21 Μαρτίου – μια και ο εκδότης φρόντισε να κυκλοφορήσει τη μέρα της Ποίησης.
Το δεύτερο τεύχος το ετοιμάσαμε μαζί, μόνο που δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο, αφού στις 25 Μαΐου μας άφησε μες στο «ταξί καλπάζοντας». Πέντε μέρες πριν, στις 20 του μηνός, παραμονή του Αγίου Κωνσταντίνου, ήταν στο σπίτι μου με τον Γιώργο Μαρκόπουλο και τον Γιάννη Κοντό. Έδειχνε όσο σπάνια, τον τελευταίο καιρό, ευχαριστημένος και ασφαλής, ανάμεσα στους αγαπημένους του φίλους, μάλιστα στις προτροπές του Γιώργου να φύγουν κάποια στιγμή, γύρω στις δώδεκα, αυτός επέμενε να καθίσουν κι άλλο, επικαλούμενος την άνεση που αισθανόταν σε μια πολυθρόνα. Και δεν παρέλειψε, για μια ακόμα φορά, να εμπιστευθεί στη Νατάσα πόσο ικανοποιημένος αισθανόταν για το περιοδικό μας και για την απήχηση που είχε ιδίως στους νέους ποιητές.
Τώρα είμαι υποχρεωμένος να γράφω αυτά. Να ανακαλώ στη μνήμη μου πράγματα προχθεσινά, που όμως με την απουσία του Γιάννη μοιάζουν τόσο απόμακρα. Και να του ετοιμάζω με βαριά καρδιά αυτό το αφιέρωμα, φέρνοντας διαρκώς στο νου μου τα λόγια του: «Η δική μας παρουσία στο περιοδικό να είναι πολύ διακριτική. Να μη δώσουμε σε κανένα το δικαίωμα να πει ότι το βγάζουμε για την προβολή μας». Ελπίζω να με συγχωρήσει γι’ αυτό που επιχειρώ. Αυτό το ελάχιστο που του οφείλω εγώ και όλοι όσοι τον γνώρισαν και τον αγάπησαν.