Θοδωρής Ρακόπουλος

(Ορυκτό δάσος, Εκδόσεις Νεφέλη)

Τιτίκα Δημητρούλια

«Ας σκοτωθούμε. Από το να πηγαίνουμε προς την μπούκα, κορδωμένοι κάθετοι, ας στρεφόμαστε ολόσωμα, σαν τα ηλιοτρόπια, καιόμενοι.»

Υπάρχουν αρκετοί νέοι ποιητές που μόνο ερασιτέχνες δεν είναι (νάρκισσοι ντιλετάντε όπως τους θέλει ο Κώστας Κουτσουρέλης – Καθημερινή, 9.12.12), καθόλου εσωστρεφείς και σε καμία περίπτωση αγράμματοι. Είναι νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, με δημόσια παρουσία (να θυμίσω λόγου χάρη την «Πλατφόρμα 20» πέρσι τον Μάιο-Ιούνιο, όπου 10 νέοι εικαστικοί διαλέγονταν με 10 νέους ποιητές για την κρίση και την τέχνη), με πολιτική θέση, με ζωντανό ποιητικό λόγο που δεν φιλοδοξεί να προσηλυτίσει ή να υμνήσει μα περιγράφει πολιτικά όσα είναι και όσα δεν είναι, όσα θα είναι ή μπορεί και όχι. Πάνω από όλα είναι παιδιά που παίρνουν την ποίηση πολύ στα σοβαρά, κατανοούν τη λειτουργία και τη δύναμή της. Σ’ αυτή την παρέα, αφού πράγματι δεν είναι γενιά ούτε σχολή, δεν απαρτίζεται από ομοϊδεάτες στην ποίηση αλλά από διακριτές ατομικότητες που συνομιλούν και συνεργάζονται, ανήκει και ο Θοδωρής Ρακόπουλος που ξεχώρισε με την πρώτη του συλλογή, το βραβευμένο Φαγιούμ, και με τη δεύτερη κιόλας συλλογή του, το Ορυκτό δάσος, έχει διαμορφώσει μια ιδιαίτερη, αναγνωρίσιμη φωνή, δουλεμένη και με βάθος, η οποία υπόσχεται λαμπρή συνέχεια.
Το Ορυκτό δάσος επρόκειτο να τιτλοφορηθεί Υδροφόρος ορίζοντας. Ο τίτλος που επιλέχτηκε τελικά είναι εξαιρετικά επιτυχημένος, αφού ενέχει εν σπέρματι ολόκληρη τη συλλογή αλλά και τη διαλεκτική ποιητική του Ρακόπουλου. Στις δυο του λέξεις συναιρεί το έμβιο και το μη έμβιο, τη φύση σε όλες τις διαστάσεις της, τις δύο κατευθύνσεις της κατακορύφου, προς τα έγκατα και προς τα ουράνια, και μαζί όλες τις ιδιότητες στις οποίες συνδηλωτικά παραπέμπουν οι δυο λέξεις του τίτλου: το συμπαγές, το απροσπέλαστο και παλλόμενο, το αινιγματικό και πολύσημο, το βαθύ, κλειστό και μυστηριώδες, το αυτό και το ριζικά έτερο που ενώνονται διαλεκτικά στον τίτλο όπως στη φύση. Δεν είναι τυχαία άλλωστε, στην ίδια αυτή κατεύθυνση, της σύγκλισης του ετερογενούς, και η επιλογή του κοραλλιού, που τιτλοφορεί την πρώτη ενότητα: συνδυάζει, μόνο αυτό, το φυτικό, το ζωικό και το ανόργανο στοιχείο, όντας την ίδια ώρα δέντρο του νερού και «ορυκτό» της θάλασσας, πλάσμα του βυθού από όπου η γέννηση του κόσμου και σήμα γυναικείας ομορφιάς. Ούτε η αντίθεση στους τίτλους των ενοτήτων είναι τυχαία προφανώς, καθώς τα «πυρομαχικά» δηλώνουν, πλάι στη φυσική ζωή και την συμβολική ωραιότητα, τον θάνατο αλλά και μια άλλη ζωή, ή τουλάχιστον το όραμα και την πυρπόληση για την έλευσή της, με έρωτα, ποίηση και επανάσταση.
Εν αρχή ην ο μύθος, λέει ο Ρακόπουλος και ας διαβάσουμε τη φωνή του όπως θέλει, ασώματη, αβιογράφητη, ξεχνώντας δηλαδή την επιστημονική σκευή του, κι ας αχνοφέγγει μέσα και όχι κάτω από τις λέξεις. Αυτός ο μύθος είναι το αστραφτερό δίχτυ που αιχμαλωτίζει πρώτα τον λόγο και μετά τις αναπαραστάσεις που αυτός γεννά, τις εικόνες και τα είδωλα που καθρεφτίζονται στα μάτια της αγαπημένης, καθώς ξεκλειδώνει ξανά και ξανά το νόημα του κόσμου. Από αυτόν τον μύθο έλκει την καταγωγή του κι ο Μικρός Σκαντζόχοιρος, ή ίσως από το παλιό τραγούδι όπου ο μικρός σκαντζόχοιρος λέει στον μοναχικό ότι ξέρει καλά τα λόγια αλλά ποτέ δεν έμαθε το τραγούδι. Αν μείνουμε στο μύθο, ο σκαντζόχοιρος θα μπορούσε να είναι μια ακόμη μορφή του ριζικά άλλου, που απορρίπτεται ως μιαρός και θα κατοικεί στα ερείπια της Βαβυλώνας η οποία έρχεται αργότερα στη συλλογή, καθώς ο στοχασμός για την ετερότητα και τη σχέση με τον άλλον βρίσκεται στην καρδιά της ποίησής του. Όπως και να έχει, δεν μας ανοίγει εύκολους δρόμους κατανόησης ο Ρακόπουλος, αφήνει την αμφισημία, τη συνδήλωση και τις προσίδιες προσλαμβάνουσες να κατακλύσουν τα ποιήματά του, που συγκροτούν ωστόσο μια προσωπική, καταδική του, συνεκτική αφήγηση. Έτσι, όπως θέλει και μπορεί διαβάζει ο καθένας τον σύντροφο αυτόν του ποιητικού υποκειμένου, μέσα από τα ζώα της ποίησης, τον γαλάζιο σκαντζόχοιρο-ουρανό που βρέχει του Καρούζου, τον Ζιρωντού στην Ηλέκτρα του, όταν λέει πως «για τους σκαντζόχοιρους αγάπη σημαίνει πάνω από όλα διασχίζω το δρόμο»• ως απάντηση στα άλλα ζώα του ποιητικού ζωολογίου, στον τρελό λαγό για παράδειγμα, αλλά και μέσα στο ζωολόγιο που η ίδια η δική του ποίηση καταρτίζει… Μπορεί και να τον προσπεράσει, αποδεχόμενος τη σκοτεινότητά του και συνεχίζοντας την ανάγνωση…
Χωρίς να στέκομαι σε ερμηνείες και θεωρίες, θέλω να δείξω μόνο πώς αγκιστρώνεται ο αναγνώστης στην καθεμιά λέξη του ποιήματος, νιώθοντας βαθιά μέσα του πόσο η ποίηση, αλλά κι ο κόσμος, φτιάχνονται με λέξεις. Πόσο ανοιχτές είναι οι εικόνες του, όταν στο ποίημα «Κυνηγοί» μπορεί να παραπέμπει σε ταινία, μιλά αληθοφανώς για τα κυνηγετικά γεράκια που μένουν στο σκοτάδι και την ησυχία και παράλληλα μας οδηγεί, ενδεχομένως, σε άλλα γεράκια και αλλιώτικο, πολιτικό ζόφο, μέσα στο πλαίσιο όμως μιας φυσικής εικόνας που διολισθαίνει και γίνεται η κάνη του κόσμου.
Όλα τα πεζόμορφα ποιήματα των «Κοραλλιών» αφηγούνται μικρές ιστορίες, όπου μια πειραγμένη εικόνα, οικεία και λιγότερο οικεία, διευρύνεται ρυθμικά και συνδηλωτικά μέσα από μια εξίσου πειραγμένη γλώσσα -το ποιητικό ιδίωμα προσαρμόζεται στο συγκείμενό του, με αχούς πολύτροπους στην παρένθεση της υπέροχης «Τάιγκας» λόγου χάρη, που διαβάζεται αλλιώς σαν το ποίημα της επανάστασης που χάθηκε, γοτθικές αντηχήσεις και ήχους από μυθικές πόλεις που καταποντίζονται- καθώς ο μύθος στάζει μέσα της την ιστορική και υπαρξιακή αγωνία, ενώ η ένταση των αισθημάτων παραμένει ακέρια, όπως τα φέρνει η μνήμη ή η προσμονή, όπως και στα «Πυρομαχικά». Και στις δύο ενότητες η φύση, με την οποία πολλοί νέοι ποιητές δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση, τα πουλιά, τα άλογα, τα νερά, πάντα τα νερά, αλλά κι οι ουρανοί και τα ζώα, η φύση ως βιωμένος χώρος κι οι παραδόσεις που πάνω της χτίστηκαν στους αιώνες μαζί με τον κατασκευασμένο χώρο αλλά και την κατασκευασμένη εικόνα τους, ζωντανεύουν από τον μύθο που είναι ψυχή, προσωπική και συλλογική ιστορία.
Συγκροτείται έτσι, και στα «Κοράλλια» και στα ελευθερόστιχα και αρθρωμένα με όρους πλαστικούς «Πυρομαχικά, μια μυθολογία, της μνήμης που ποτέ δεν είναι αυτό που ήταν αλλά περίπου, της φαντασίας που τη συμπληρώνει, είτε είναι η αγαπημένη είτε οι διαδρομές των Ζηλανδών δολιοφθορέων, μαζί με την προσμονή αλλά και την απελπισία, πάντα συγκρατημένη, χαλιναγωγημένη κι έτοιμη να ανατινάξει και να ανατιναχτεί».
Μόνο που τα «Πυρομαχικά», όπως το όνομά τους λέει άλλωστε, είναι ποιήματα λιγότερο κρυπτικά και πολύ εύφλεκτα, εμβαπτισμένα όπως είναι άμεσα στον κόσμο, στους κόσμους, στις λέξεις που φτιάχνουν και χαλούν τους κόσμους και το ποίημα – έως και ρίχνουν Ασσύριους τοίχους οι κουβέντες, ειδικά όταν είναι σε γλώσσα ξένη. Σχολιασμένη η ποίηση από την ποίηση, ανατρέχει μαζί με τον αναγνώστη στο DNA της γλώσσας που τη γεννά, μιας γλώσσας άγριας που πιστοποιεί μια οντολογική και ποιητική αγωνία απόστασης, ανέφικτου: «πάντα ξένα τα σώματα τα πιο ακριβώς μες στα δικά μας». Ό,τι ανοίγει με την πατρίδα, που είναι «πτήση χαμηλού κόστους» και «ζει απομυζώντας ακτογραμμές σαν τα κατσίκια», κλείνει με την επιθυμία του άλλου σώματος, του άλλου κόσμου, για τον οποίο ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος. Σίγουρος είναι μόνο για το εδώ, «το μόνο αλλού που μας ανήκει». Ένα εδώ γεμάτο αρνήσεις, απορρίψεις, ματωμένα συρματοπλέγματα, απανθρακωμένα χέρια μιας επανάστασης που είναι από άλλη γη, πληγές και ουλές, αλλά και αγαπημένες μνήμες, πόθους και αναμονές. Στοχαστική, ρομαντική, λόγια και άμεση, εξεγερμένη και φιλοσοφικά ερωτική, σημερινή επειδή του παρελθόντος και του μέλλοντος, η ποίηση του Ρακόπουλου σκάβει την σύγχρονη ευαισθησία πολύ έξω από τα σύνορα της γλώσσας, της λεπτής κόκκινης γραμμής, που τη γεννά. Κι η κριτική αντίδωρο.