Ειρήνη Μαργαρίτη (Φλαμίνγκο, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2014)

Κώστας Παπαγεωργίου

ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ

(Φλαμίνγκο, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2014)

Φλαμίνγκο, Ειρήνη Μαργαρίτη

Το Φλαμίνγκο είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της Ειρήνης Μαργαρίτη· με ποιήματα που, στο σύνολό τους, συνθέτουν μία συγκροτημένη –βιωματικά και, προπαντός, αισθητικά– στάση ζωής. Θέλω να πω, με ποιήματα που δεν αποτελούν απλώς εκφάνσεις των όποιων στιγμιαίων και φευγαλέων διαθέσεων της ποιήτριας, αλλά που λειτουργούν ως διαρκώς εναλλασσόμενα και τεχνηέντως αλληλοεπικαλυπτόμενα στοιχεία ταυτότητας του σταθερού, παρά την αμφιρρέπεια που συχνά τον χαρακτηρίζει, ψυχισμού της. Με ποιήματα, ακόμη, που η διαφορετικότητα και η αυτάρκεια του θεματικού τους πυρήνα όχι μόνο δεν τα κάνει να παρεκκλίνουν από την κοινή τους πορεία προς το συνειδητά ή διαισθητικά επιλεγμένο σημείο συνάντησής τους, αλλά συμβάλλει κιόλας στη σύγκλισή τους προς αυτό, συνεπικουρούμενη προφανώς τόσο από μιαν αναγνωρίσιμη τεχνική όσο και από την ενιαία συναισθηματική ατμόσφαιρα και τον ιδιάζοντα κοινωνικό προβληματισμό που τα διαπερνούν και τα συνέχουν.

Η ποιήτρια, με άλλοτε κριτική και άλλοτε επιφυλακτική, ενίοτε και φοβισμένη, συνήθως πάντως ανατρεπτική διάθεση απέναντι σε όλα όσα συμβαίνουν –ή φοβάται ότι θα συμβούν στην ίδια ή στον περιβάλλοντα χώρο–, με εφαλτήριο ως επί το πλείστον προσωπικά της βιώματα, πραγματοποιεί πολυσχιδείς προσεγγίσεις στην καθημερινότητα. Επισημαίνει πραγματικά ή δημιουργημένα από την εν εγρηγόρσει φαντασία της περιστατικά, ενδεικτικά ή δηλωτικά της μοναξιάς και της αμηχανίας ενός κατά βάθος μοναχικού και ευαίσθητου ανθρώπου, που βρίσκεται μονίμως εκτεθειμένος σε όλους τους αλλοτριωτικούς της προσωπικότητάς του μηχανισμούς και σε όλες τις επίβουλες εκδοχές, ακόμα και της πιο «αθώας», φαινομενικά, καθημερινότητας. Εντοπίζει και ακινητοποιεί φευγαλέες σκηνές ζωής· δημιουργεί ενδιαφέροντα ενσταντανέ ενός κόσμου ναρκωμένου, τυλιγμένου με τα «ναρκωτικά σεντόνια» του ψευδαισθητικά ρέοντος στην επιφάνεια των πραγμάτων και των καταστάσεων, πλην όμως κατά βάθος ακίνητου και βυθισμένου στο έλος της συνήθειας, χρόνου· ενός κόσμου όπου όλα μοιάζουν υποταγμένα στην έννοια του αυτονόητου.

Θα έλεγε κανείς ότι η συστηματική –όπως προκύπτει από το σύντομο βιογραφικό της– ενασχόληση της ποιήτριας με το θέατρο, εμπλούτισε την αδιαμφισβήτητα οξυδερκή –και, ταυτοχρόνως, ευάλωτη στην ενδιάθετη και στην περιρρέουσα συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα– παρατηρητικότητά της με μιαν ιδιάζουσα σκηνογραφική-σκηνοθετική ικανότητα· με την ικανότητα να ακινητοποιεί σκηνές, χειρονομίες και καταστάσεις, έχοντας προηγουμένως φροντίσει –ή φροντίζοντας παράλληλα– για την κατάλληλη, κάθε φορά, σκηνογράφηση του χώρου στον οποίο προτίθεται να κινηθεί η ίδια ή να κινήσει τα πρόσωπα των ποιημάτων της. Για να είμαι ακριβέστερος, δεν ακινητοποιεί ακριβώς σκηνές, χειρονομίες και καταστάσεις της δικής της ή της περιρρέουσας ζωής και καθημερινότητας, αλλά,  όταν αισθανθεί ότι συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις, κινητοποιεί όλα όσα απ’ αυτά έχουν μέσα της κατασταλάξει και ωριμάσει, προκειμένου στη συνέχεια να  εντυπώσει τα απεικάσματά τους στο πεδίο της ποίησης. Το ενδιαφέρον εν προκειμένω βρίσκεται στο γεγονός ότι τόσο η σκηνογράφηση όσο και η διακριτική σκηνοθετική καθοδήγηση γίνονται, ως επί το πλείστον, με τη σύμπραξη αφηγηματικών μεθόδων, χωρίς αυτό να αποβαίνει σε βάρος της ποιητικής ουσίας των κειμένων που απαρτίζουν τη συλλογή.

Όλα όσα παρατηρεί και καταγράφει είναι ενδεικτικά μιας σχεδόν μόνιμης αίσθησης μοναξιάς και αδιεξόδου που τη διακατέχει, των παροδικών πλην συχνά εμφανιζόμενων κρίσεων φόβου να μην ενταχθεί σε κρατούντα, παραδοσιακά ή όχι, σχήματα που θα μπορούσαν να την εκτρέψουν από την προσωπική της αλήθεια και, βέβαια, της πρόθεσής της να γίνει ένας ιδιόρρυθμος χρονικογράφος της περιρρέουσας θλίψης, της μοναξιάς και της αμηχανίας των απλών και ανώνυμων ανθρώπων της καθημερινότητας. Σε όλ’ αυτά σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζει το όνειρο και οι ονειρικές εν γένει καταστάσεις, δημιουργώντας ρωγμές στον αρραγή κόσμο της πραγματικότητας και ελπιδοφόρες, έστω φευγαλέες, οάσεις· το όνειρο και η παιδική ηλικία· μνήμες μάλλον, πραγματικές ή δημιουργημένες, της παιδικής ηλικίας, που κυματοειδώς επανέρχονται, ιδίως όταν διογκώνεται η ανάγκη καταφυγής σε κόλπους οικειότητας και  θαλπωρής. Με έναν λόγο ασκημένο, θα τολμούσα να πω, στη μοναξιά· στην έκφραση της μοναξιάς και του φόβου της αποξένωσης όχι τόσο από τους άλλους όσο από τον ίδιο της τον εαυτό. Το αισθάνεται κανείς ιδίως στα ποιήματα εκείνα που η ποιήτρια εκφράζεται σε δεύτερο πρόσωπο, αποτεινόμενη σε έναν ιδεατό αποδέκτη χωρίς, ωστόσο, να έχει την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας, σαν να θέλει απλώς να επιβεβαιώσει τη μοναξιά της.

Ο λόγος της Ειρήνης Μαργαρίτη είναι ένα λόγος αντίστοιχος όλων όσα την κινητοποιούν ποιητικά· λόγος άμεσος –τρέχων θα μπορούσα να πω–, με τις απαραίτητες σιωπές και παύσεις, ώστε να βοηθάει στις κάποτε απαραίτητες υπεκφυγές και να είναι όσο χρειάζεται περισπαστικός· με άλλα λόγια λόγος καθημερινός κι όμως ποιητικά ενεργός. Με συνέπεια τα ποιήματα συχνά να δημιουργούν την αίσθηση ενός ενδιαφέροντος αυτοσχεδιασμού· να μοιάζουν με αυτοσχέδια μπλουζ, με τη μονοτονία τους διανθισμένη, συναισθηματικά ιριδισμένη από αιφνίδια περάσματα μιας, ανάκατης με φόβο, κατασταλαγμένης και, ας μου επιτραπεί να πω, ιδιοτύπως γυναικείας λύπης.