Η εκδοτική τύχη του Καβάφη

Κ.Π. Καβάφης

Σχόλια και παραδείγματα

Δημήτρης Δασκαλόπουλος­

Η μεταθανάτια εκδοτική τύχη του έργου των Ελλήνων λογοτεχνών επανήλθε πρόσφατα στην επικαιρότητα με αφορμή τη βεβιασμένη και αναπάντεχη απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού να συστήσει πολυπρόσωπη επιτροπή που θα επιμεληθεί τη συγκέντρωση των χειρογράφων και την επανέκδοση όλων των έργων του Νίκου Καζαντζάκη. Αυτή η πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα επίσημη προθυμία πασχίζει, μάλλον ανεπιτυχώς, να καλύψει αφενός την απουσία από την αγορά πολλών τίτλων του συγγραφέα του Καπετάν Μιχάλη, (πράγμα που είναι, φαντάζομαι, θέμα ιδιωτικής πρωτοβουλίας και όχι κρατικής μέριμνας), και να συμβιβάσει αφετέρου τα ευνόητα συμφέροντα νόμιμων και επίδοξων κληρονόμων του Καζαντζάκη, σύμφωνα τουλάχιστον με την ειδησεογραφία του Τύπου. Η στάση που ακολουθούν οι εκάστοτε νόμιμοι κληρονόμοι ενός συγγραφέα προβάλλοντας, για ασαφείς προσωπικούς λόγους, προσκόμματα και αρνήσεις ή εγείροντας υπερβολικές απαιτήσεις και δημιουργώντας πάσης φύσεως δυσκολίες στις μεταθανάτιες εκδόσεις των λογοτεχνών που κληρονόμησαν, είναι ένα θέμα που ανακύπτει συχνά. Αλλά και οσάκις συναινούν στην όποιας μορφής έκδοση, είναι αμφίβολο εάν μπορούμε να πούμε πως η εγκεκριμένη απ’ αυτούς έκδοση ανταποκρίνεται στην εκδοτική βούληση του συγγραφέα. Γιατί, όπως έχει παρατηρηθεί, η έκδοση ενός βιβλίου συνεχίζει και ολοκληρώνει σε κριτικό και κοινωνικό επίπεδο τη δημιουργική διαδικασία. Πάντως, όλα τα βιβλία του Καζαντζάκη -με εξαίρεση την έτσι κι αλλιώς ανοικονόμητη σε έκταση Οδύσεια του 1939, που ανατυπώθηκε προ ετών στο γιγαντιαίο αρχικό της σχήμα, και την εκ διαμέτρου αντίθετη σε έκταση και τυπογραφικό σχήμα Ασκητική του 1945, με έγχρωμα πρωτογράμματα και χαρακτικά του Γιάννη Κεφαλληνού – ήταν εμπορικές εκδόσεις, χωρίς κάποια τυποτεχνική ιδιαιτερότητα.1

Στον αντίποδα, χαρακτηριστικό και συνάμα ακραίο και εξαιρετικό παράδειγμα αποτελεί η μεταθανάτια εκδοτική τύχη του καβαφικού έργου και η διαχείρησή του από τους κληρονόμους. Η εντελώς ιδιόρρυθμη τακτική που ακολούθησε ο Αλεξανδρινός στη δημοσίευση και διάθεση των ποιημάτων του, παραμερίζοντας επιδεικτικά την όχι αμελητέα δοκιμιακή και πεζογραφική παραγωγή του, στηριζόταν στη λιτή, απέριττη, χωρίς υποστηρικτικά στολίδια και ανώφελες φιοριτούρες παρουσίασή τους, σαν να ήθελε ο ίδιος να υποδείξει τον τρόπο ανάγνωσης των ποιημάτων του, δηλαδή χωρίς διαμεσολαβήσεις, σε απευθείας επικοινωνία του αναγνώστη με την τυπογραφική μορφή του έργου του. Το ζεύγος Σεγκοπούλου, με τη συναίσθηση της βαριάς κληρονομιάς που του έλαχε, αλλά παραγνωρίζοντας την έως τον θάνατο του Καβάφη εκδοτική τακτική του ίδιου του ποιητή, αποφάσισε να ανεγείρει ένα μνημείον ες αεί, επιχειρώντας μιαν έκδοση μνημειακού χαρακτήρα, στην οποία οι καβαφικοί στίχοι συμπλέκονται με τα ευσυνείδητα πλουμίδια του Τάκη Καλμούχου, καθιστώντας έτσι ελλειμματική την ευθυβολία του περιεχομένου τους. Παράλληλα, για να αποκτήσει η συγκεντρωτική μεταθανάτια έκδοση μοναδικό και ανεπανάληπτο χαρακτήρα, παραγγέλθηκε χαρτί ειδικής ποιότητας για την εκτύπωση και ξεχωριστά τυπογραφικά στοιχεία. Το βιβλίο, τέλος, τυπώθηκε πέραν της κοινής έκδοσης σε δύο επιπλέον παραλλαγές πολυτελείας περιορισμένου αριθμού αντιτύπων: η μια με μονό φόντο και η άλλη με διπλό -ασφαλώς τυπογραφικό επίτευγμα για τα τεχνικά δεδομένα της δεκαετίας του 1930. Οι εν προκειμένω υπέρμετρες προθέσεις των κληρονόμων επιβεβαιώθηκαν ακόμη μια φορά, όταν η πάντα δραστήρια και αεικίνητη Ρίκα Σεγκοπούλου ήρθε στην Αθήνα και πρόσφερε ένα από τα αντίτυπα πολυτελείας στον τότε βασιλιά. Το γεγονός προκάλεσε την μήνι των συντηρητικών κύκλων και της εφημερίδας «Εστία», που αντιμετώπιζαν τον ποιητή σαν αποδιοπομπαίο τράγο.2 Χωρίς φιλολογική επιμέλεια, η έκδοση του 1935, (έχει ανατυπωθεί φωτοστατικά δύο φορές μέχρι σήμερα: «Ηριδανός» 1984 και «Εστία» 2004), θα αποτελέσει για τριάντα ολόκληρα χρόνια όχι μόνον την πλήρη εικόνα του καβαφικού «κανόνα» και του κυρίως σώματος του καβαφικού έργου, αλλά και το εκδοτικό πρότυπο για τις πρώτες αθηναϊκές εκδόσεις του Αλεξανδρινού από τον «Ίκαρο» (1948, 1952, 1958) -επίσης ανυπεράσπιστες φιλολογικώς και με αρκετά λάθη- έως ότου εμφανιστεί η μικρόσχημη δίτομη έκδοση του Γ.Π. Σαββίδη κατά το επετειακό έτος 1963. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξω πως οι άνθρωποι της ηλικίας μου, μα και οι νεότεροι, όταν μιλούμε για τα ποιήματα του Καβάφη έχουμε κατά νουν αυτήν ακριβώς την έκδοση η οποία γνώρισε δεκάδες ανατυπώσεις, καθώς και βελτιωμένες «νέες εκδόσεις» (1984, 1991). Αν συνυπολογίσουμε και τις συνεχείς κατά καιρούς σχολιασμένες ανακοινώσεις και δημοσιεύσεις ανέκδοτων και άγνωστων έργων από το Αρχείο Καβάφη, θα ήταν δίκαιο να αποφανθούμε πως η απόφαση του Αλέκου Σεγκόπουλου να μεταβιβάσει το Αρχείο στον Γ. Π. Σαββίδη αποδείχτηκε όντως σώφρων ιδέα.

Στις μέρες μας το όνομα του Καβάφη (όχι υποχρεωτικώς και η ποίησή του) έχει αποκτήσει ευρύτατη αναγνωρισιμότητα, ακόμη και από ανθρώπους που ενδεχομένως δεν έχουν διαβάσει ούτε έναν στίχο του. Δεν είναι μόνον η σχετική φιλολογία που έχει διογκωθεί υπέρμετρα. Από το 1983, έτος που κατά την τότε ισχύουσα νομοθεσία έληγε η πεντηκονταετία των πνευματικών δικαιωμάτων, παρατηρήθηκε πραγματική εκδοτική έκρηξη Καβάφη. Για το διάστημα 1983-2010 είναι καταγεγραμμένες περισσότερες από 60 συγκεντρωτικές ή ανθολογικές εκδόσεις. Παράλληλα, η ζωή και το έργο του ποιητή ενέπνευσαν τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη μουσική, τον χορό, τις εικαστικές τέχνες. Ζωγράφοι και χαράκτες έχουν προσπαθήσει να προσφέρουν σε οπτική απόδοση την προσωπική τους «ερμηνεία» της καβαφικής ατμόσφαιρας και του νοήματος των ποιημάτων. Η χειρονομία αυτή μπορεί να δηλώνει την εκτίμηση και τον σεβασμό του εικαστικού καλλιτέχνη προς τον ποιητή και, όχι σπανίως, την προσδοκώμενη κυκλοφοριακή επιτυχία του συγκεκριμένου βιβλίου. Κατά κανόνα, οι εκδόσεις αυτού του τύπου τυπώνονται σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων,  υπογεγραμμένων ή όχι από τον καλλιτέχνη. Το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα, η αισθητική ισορροπία ποιητικού λόγου και εικόνας πολύ συχνά αποτελούν συζητήσιμο θέμα. Πρόκειται, κατά τη σεφερική διατύπωση, για το πάντρεμα δύο διαφορετικών τεχνών, «σαν δυο άλογα ζεμένα στο ίδιο αμάξι που ξαφνικά τραβούν προς αντίθετες κατευθύνσεις».3 Αυτό το πάντρεμα έχει παρατηρηθεί στο έργο πολλών ποιητών μας, δεδομένου ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει συνήθης τακτική η κυκλοφορία εκδόσεων αυτού του τύπου, με ιδιαίτερη προτίμηση προς τα βιβλία ποίησης. Γνωρίζοντας ότι είναι ελλιπής η αναφορά μου, περιορίζομαι στους μείζονες ποιητές μας και αναφέρω το Άσμα Ασμάτων σε μετάφραση Σεφέρη με ξυλογραφίες του Τάσσου· το Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου του Ελύτη με συνθέσεις του γλύπτη Κώστα Κουλεντιανού· το Ημικύκλιο του Ρίτσου με λιθογραφίες του Τάκη Κατσουλίδη.

Ελάχιστα δείγματα εικαστικού σχολιασμού των καβαφικών ποιημάτων εντοπίζονται προ του 1940. Στα χρόνια της Κατοχής, με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα ετών από τον θάνατο του ποιητή (1943), ο ζωγράφος Επαμεινώνδας Λιώκης εξέδωσε Δέκα σχέδιά του εμπνευσμένα από ισάριθμα ποιήματα του Αλεξανδρινού, εγκαινιάζοντας μια τακτική που θα λάβει εκρηκτικές διαστάσεις κατά τις επόμενες δεκαετίες.4 Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως μετά ταύτα σε κάθε επετειακό έτος (όταν δηλαδή η χρονιά λήγει στους αριθμούς 3 ή 8, και ιδιαιτέρως στις «στρογγυλές» επετείους) πυκνώνουν, για ευνόητους συγκυριακούς λόγους, οι μελέτες, τα βιβλία και τα αφιερωματικά τεύχη περιοδικών στο έργο του Καβάφη. Η πρώτη αθηναϊκή έκδοση κατά τα μεταπολεμικά χρόνια με εικονογράφηση των καβαφικών ποιημάτων κυκλοφόρησε το 1966 από τον «Ίκαρο». Πρόκειται για το μεγάλου σχήματος βιβλίο Κ.Π. Καβάφη Ποιήματα 1896-1933, με 44 σχέδια του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα για ισάριθμα ποιήματα, και με ένα πρωτοσέλιδο και ολοσέλιδο πορτρέτο του ποιητή. Ανάλογοι εικαστικοί σχολιασμοί των ποιημάτων του Αλεξανδρινού θα εμφανιστούν και αργότερα, συνήθως με αφορμή κάποιο επετειακό έτος, ιδίως μετά το 1983, χρονιά στην οποία σημειώθηκε πραγματικός οργασμός εικονογραφικής απόδοσης είτε του προσώπου του ποιητή είτε συγκεκριμένων ποιημάτων του. Σ’ αυτή την κατάσταση συνέβαλαν και τα σχετικά αφιερώματα, ιδίως των περιοδικών Διαβάζω και Η λέξη, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί υπερβολική συσσώρευση εικαστικών δημιουργιών. Τον δρόμο που άνοιξε ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας ακολούθησαν, εικονογραφώντας αυτοτελείς ή ανθολογικές εκδόσεις ποιημάτων του Καβάφη, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Αλέκος Φασιανός, ο Χρίστος Καράς, ο Σταμάτης Καραβούζης, ο Μανώλης Χάρος, ο Δημήτρης και η Ελένη Καλοκύρη, ο Ανδρέας Κάραγιαν, ο Μανώλης Α. Ζαχαριουδάκης, ο Παύλος Βαλασάκης, ο Γιάννης Στεφανάκης και πολύ πρόσφατα ο Χ.Ι. Ξένος. Το 2005 οι Εκδόσεις Καστανιώτη παρουσίασαν νέα πολυτελή έκδοση των καβαφικών ποιημάτων, στην οποία δώδεκα καλλιτέχνες απέδωσαν σε έγχρωμα εκτός κειμένου έργα τους από ένα, διαφορετικό ο καθένας, ποίημα. Το βιβλίο συνοδευόταν με CD ανάγνωσης ποιημάτων από τον ηθοποιό Σταμάτη Φασουλή.5

Στα 1967 εμφανίστηκε στο Λονδίνο από τις εκδόσεις «Alecto» σε σχήμα folio, με σχέδια του David Hockney και μια προσωπογραφία του για τον ποιητή, η έκδοση Fourteen Poems by C.P. Cavafy, σε αγγλική μετάφραση του Νίκου Στάγκου και του Stephen Spender. Τα χαραγμένα σε χαλκό γραμμικά σχέδια του Hockney πάνω σε δεκατέσσερα ερωτικού χαρακτήρα ποιήματα κυκλοφόρησαν και σε λυτά φύλλα, χωρίς τη μετάφραση, μέσα σε θήκες διαφορετικών μορφών, (δέρμα, μετάξι, ύφασμα, χαρτόνι), αριθμημένα και υπογεγραμμένα από τον καλλιτέχνη. Ο μακροσκελής κολοφώνας της έκδοσης, η αντιγραφή του οποίου εδώ θα κάλυπτε περίπου δύο σελίδες, περιγράφει με λεπτομερειακό τρόπο κάθε μια σειρά απ’ αυτές τις θήκες, με στοιχεία για τις γραμματοσειρές που χρησιμοποιήθηκαν, για το μέγεθος των χάλκινων σχεδίων, για τους τυπογράφους, τους βιβλιοδέτες που εκπόνησαν τις θήκες κ.ο.κ. Ο David Hockney επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αίγυπτο στα 1963, χωρίς να τον έχει απασχολήσει ακόμη το θέμα Καβάφη. Η επίσκεψή του είχε σκοπό να ετοιμάσει σκίτσα για το έγχρωμο ένθετο της εφημερίδας  «The Sunday Times». Άρχισε να καταπιάνεται με την καβαφική εικονογράφηση το 1966 στη Βηρυτό, όπου εκπόνησε και το αρχικό σχέδιο για την προσωπογραφία του Καβάφη, μια πόλη που του θύμιζε αρκετά την ατμόσφαιρα της Αλεξάνδρειας. «Οι εικονογραφήσεις βασίζονταν κυρίως σε προσωπικά σκίτσα φίλων του στο Λονδίνο, καθώς ο Hockney προτίμησε να αποτυπώσει δικές του εμπειρίες, με σκοπό να αιχμαλωτίσει το ύφος και τον εσωτερικό αισθησιασμό των ποιημάτων, γι’ αυτό μόνον τέσσερις από τις εικονογραφήσεις παρουσιάζονται με φόντο τη Μέση Ανατολή».6

Το 1975 ο Richard-Gabriel Rummonds τυπώνει σε 97 αριθμημένα αντίτυπα τρία, ερωτικά και πάλι, ποιήματα («Στο θέατρο», «Μισή ώρα», «Έτσι») από τα λεγόμενα Ανέκδοτα ή Κρυμμένα, στην καθιερωμένη αγγλική μετάφραση Edmund Keeley και Γ.Π. Σαββίδη, με δύο μόλις χαρακτικά (πενάκι και μελάνι) του Ger Van Dijck. Η έκδοση, με τίτλο Three Poems of Passion, γίνεται σε χειροποίητο χαρτί και χειροκίνητη πρέσα στη Βερόνα της Ιταλίας. Αν ο Hockney διάλεξε να σχολιάσει τα 14 καβαφικά ποιήματα στηριγμένος σε σκίτσα των προσωπικών του φίλων, ο Richard-Gabriel Rummonds σημειώνει στον σύντομο πρόλογό του πως ο απλός αφηγηματικός τρόπος των τριών ποιημάτων πλημμύρισε το μυαλό και την καρδιά του με εμπειρίες ανάλογες εκείνων που περιγράφονται στους στίχους και αναζωπύρωσε μέσα του ξεχασμένα δικά του πάθη.

Στην Ιταλία επίσης, αλλά αυτή τη φορά στη Ρώμη, εμφανίζονται το 1986 δύο απανωτές εκδόσεις από τις Edizioni dell’ Elefante του Enzo Crea, ο οποίος είχε προβεί το 1968 σε ανάλογα τυπώματα κειμένων του Σεφέρη. Πρόκειται για τη δίγλωσση έκδοση Τάφοι / Tombe, και την επίσης δίγλωσση, αυτοτελή  έκδοση του ποιήματος  «Εν τω μηνί Αθύρ» / Nel mese di Athir. Η πρώτη, βιβλιοδετημένη με σκληρό εξώφυλλο και μέσα σε θήκη, περιλαμβάνει τα πέντε ταφικά ποιήματα του Αλεξανδρινού («Λυσίου γραμματικού τάφος», «Ευρίωνος τάφος», «Ιασή τάφος», «Ιγνατίου τάφος», «Λάνη τάφος»), σε ιταλική μετάφραση του Guido Ceronetti, με πέντε σχεδιαστικές παραλλαγές του Fabrizio Clerici και εκτενές εισαγωγικό δοκίμιο του Γ.Π. Σαββίδη, μεταφρασμένο ιταλικά από την Paola Maria Minucci.7 Αντιγράφω την ελληνική εκδοχή του κολοφώνα: «Τον Μάιο του 1986, με την φροντίδα του Έντζο και της Μπενεντέττας Κρέα, τυπώθηκαν και αριθμήθηκαν με το χέρι σε χαρτί του Αμάλφι διακόσια αντίτυπα αριθμημένα από το I έως το CC και δέκα αντίτυπα από το Α έως το L προορισμένα για τους συνεργάτες. Τα σχέδια του Φαβρίκιου Κλέριτσι αριθμήθηκαν και υπογράφηκαν από τον καλλιτέχνη». Η δεύτερη έκδοση περιλαμβάνει μόνον το ποίημα «Εν τω μηνί Αθύρ» από τους ίδιους συντελεστές (Guido Ceronetti, Fabrizio Clerici), με την προσθήκη του Mauro Zennaro, ο οποίος ανέλαβε να σχεδιάσει τα καλλιγραφικά στοιχεία με τα οποία τυπώθηκε το ποίημα σε 125 αριθμημένα με το χέρι αντίτυπα, τον Σεπτέμβριο του 1986.

Δεν είναι μόνον οι εικόνες, τα στολίδια και τα χρώματα που μπορούν να καταστήσουν εξαιρετική, ιδιαίτερη, ακόμη και σπάνια μιαν έκδοση. Συχνά συμβάλλει σ’ αυτό η εκτός εμπορίου κυκλοφορία, (για βιβλία που συνήθως προσφέρονται χωρίς να κυκλοφορούν ευρύτερα), ο πολύ μικρός αριθμός αντιτύπων, οι τυποτεχνικές ιδιορρυθμίες, ακόμη και κάποια λάθη στην εκτύπωση που διεγείρουν το ενδιαφέρον των συλλεκτών. Και σ’ αυτή την γενικόλογη περιγραφή μου, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να περιλάβει ένα πολύ ευρύτερο φάσμα περιπτωσιολογίας, η μεταθανάτια εκδοτική τύχη του καβαφικού έργου έχει το δικό της μερίδιο. Ενδεικτικά αναφέρω δύο σχετικές εκδόσεις. Η πρώτη περιλαμβάνει τα 154 ποιήματα, με προμετωπίδα πορτρέτο του ποιητή «σε αυθεντική ξυλογραφία που χαράχθηκε σε όρθιο ξύλο από τον χαράκτη Γιάννη Κυριακίδη» και τυπώθηκε από τις εκδόσεις «Ιδεόγραμμα» το 2003. Τραβήχτηκαν είκοσι τέσσερα αντίτυπα αριθμημένα με ελληνική αρίθμηση Α-ΚΔ σε χειροποίητο χαρτί  του Αμάλφι 150 γραμ., και εκατόν πενήντα με αραβική αρίθμηση σε χειροποίητο βαμβακερό χαρτί, επίσης 150 γραμ. Η δεύτερη έκδοση πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού το 2008, τυπώθηκε στην Αθήνα από τις «Εκδόσεις του Φοίνικα», (παρά το γεγονός ότι ως τόπος έκδοσης αναφέρεται η Αλεξάνδρεια, προφανώς κατά απομίμηση των εκδοτικών στοιχείων της έκδοσης Καλμούχου του 1935), σε χαρτί 220 γραμ., με προμετωπίδα του Χρήστου Μαρκίδη, και φέρει τον δίγλωσσο τίτλο: Η Πόλις / The City, Οι σημαντικότερες μεταφράσεις / The most important translations. Το βιβλίο, με σκληρό κάλυμμα από μετάξι και μέσα σε θήκη, τυπώθηκε σε 75 αντίτυπα αριθμημένα από το α έως το ο, 75 με λατινική αρίθμηση από το I έως το LXXV, και 145 αντίτυπα με αραβική αρίθμηση από το 1 έως το 145. Το βιβλίο δημοσιεύει το ποίημα «Η Πόλις» στο ελληνικό πρωτότυπο και μετάφρασή του σε τριάντα ξένες γλώσσες, από διαφορετικούς ανά γλώσσα μεταφραστές. Μεταξύ των γλωσσών και εκείνη των Ξόζα της Νότιας Αφρικής, ελάχιστα γνωστή στο ευρύτερο κοινό. Η απόφαση του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού να εκδώσει με αυτόν τον τρόπο αυτοτελώς το εμβληματικό καβαφικό ποίημα απηχεί εμμέσως την παγκόσμια αναγνώριση και αποδοχή του ποιητικού αναστήματος του Καβάφη, αναδεικνύοντας έτσι την περίπτωσή του ως ένα απανταχού της γης αναγνωρίσιμο πνευματικό μέγεθος. Ανάλογο σκεπτικό, υποθέτω, έχει κατευθύνει και την πρωτοβουλία του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης» να εκδώσει πρόσφατα δίγλωσση επιλογή μόνον ιστορικών ποιημάτων του Αλεξανδρινού, στην αγγλική μετάφραση του Ευάγγελου Σαχπέρογλου, υπό τον γενικό τίτλο Στο μέγα Πανελλήνιον / In the great Pan-Hellenic World. «Η έκδοση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του διεθνούς συνεδρίου “Διάλογοι των Αθηνών”», που διοργάνωσε το Ίδρυμα στην Αθήνα τον Νοέμβριο 2010 («Εκδόσεις του Φοίνικα»).

Δεν είναι μόνον η διεθνής αναγνώριση που προκαλεί κάθε τόσο το εκδοτικό ενδιαφέρον γύρω από τα έργα του ποιητή, αλλά και οι Έλληνες εκδότες φαίνονται πρόθυμοι για ανάλογα εγχειρήματα. Στα 60 και πλέον ελληνικά βιβλία που, όπως είδαμε, έχουν κυκλοφορήσει μέσα στα τελευταία τριάντα χρόνια, υπάρχουν ποικίλες ιδιαιτερότητες που καταδεικνύουν αμείωτες τις εγχώριες τάσεις. Μνημονεύω εδώ δύο σχετικές περιπτώσεις. Η εταιρεία «DeAgostini» εξέδωσε το 2004, στη σειρά «Αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας σε μινιατούρα», μια ευρεία ανθολογία του Καβάφη (111 από τα ποιήματα του «κανόνα»), στο λιλιπούτειο σχήμα 6,5×5,5 εκ., στο σχήμα περίπου που έχει ένα κουτί σπίρτα. Και την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο το Amores, Ερωτικά ποιήματα του Καβάφη Ελληνικά και Λατινικά, σε λατινική μετάφραση Αγγελικής Ηλιοπούλου. Και τα δύο αυτά βιβλία πέρασαν απαρατήρητα και ασχολίαστα, όσο γνωρίζω.

Στην αρχή του παρόντος κειμένου χαρακτήρισα «ακραίο και εξαιρετικό παράδειγμα» την εκδοτική τύχη του καβαφικού έργου. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσοι συγγραφείς μας έχουν αξιωθεί μέχρι σήμερα επιμελημένες και αξιόπιστες εκδόσεις, πόσοι μεσοπολεμικοί ποιητές μας της ανανεωμένης παράδοσης παραμένουν ακόμη δυσεύρετοι και προσιτοί μόνον μέσω των ανθολογιών. Ανάμεσα στις βιβλιοφιλικές, πολυτελείς, αυτόγραφες ή χειρόγραφες εκδόσεις και σε εκείνες που διακρίνονται για ποικίλες ιδιαιτερότητες, όπως αυτές οι δύο που προανέφερα, υπάρχει μεγάλη απόσταση την οποία με ζήλο καλύπτουν οι εκδότες. Ας μην παραβλέψουμε και το γεγονός πως αθηναϊκές εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας πρόσφεραν ως δώρο στους αναγνώστες τους τα 154 καβαφικά ποιήματα, σε πρόχειρες, ανυπεράσπιστες εκδόσεις. Η τύχη τελικώς του καβαφικού έργου, μα και του συνόλου των λογοτεχνών μας, από εκδοτικής πλευράς δεν είναι παρά ένας καθρέφτης που αντανακλά το ίδιο μας το πρόσωπο, τις γκριμάτσες, τους μορφασμούς, τα μειδιάματα, τις πίκρες και τους κλαυσίγελους. Γιατί, όπως θα έλεγε ο Φερνάντο Πεσόα, «αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε, είναι αυτό που είμαστε».

(Τα Ποιητικά, τχ. 1, Μάρτιος 2011, σελ. 1.)