Αλέξανδρος Μάτσας (1910-1969)

Ένας αιρετικός της γενιάς του ’30

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου­

Ο Αλέξανδρος Μάτσας (1910-1969) γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Christ Church της Οξφόρδης. Ακολούθησε το διπλωματικό στάδιο• διετέλεσε Α Γραμματέας Πρεσβείας στο Παρίσι (1947), επιτετραμμένος στη Χάγη (1949), Σύμβουλος Πρεσβείας στη Ρώμη (1957), Διευθυντής Α Πολιτικής Διευθύνσεως Υπουργείου Εξωτερικών (1957) και το 1958 προήχθη σε Πληρεξούσιο Υπουργό Β. Ως Πρέσβυς υπηρέτησε στην Άγκυρα (1959-1962) και στην Ουάσιγκτον (1962-1967), όπου και τερμάτισε τη διπλωματική του καριέρα, παραιτούμενος αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας το 1967. Στα Γράμματα εμφανίστηκε στην ηλικία των δεκαπέντε χρόνων, με τη γραμμένη στα γαλλικά ποιητική συλλογή Le vieux jardin (1925), προλογισμένη από τον Κωστή Παλαμά. Ακολούθησαν οι συλλογές: Ποιήματα (1934), Ποιήματα (1946) και Ποιήματα. Εκλογή (1964). Επίσης έγραψε τα θεατρικά έργα Κλυταιμνήστρα (1945), Κροίσος (1953) -που παίχτηκαν στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 1956 και το 1963 αντιστοίχως- και Ιοκάστη (1952).
Δεν θα ήταν άστοχο αν έλεγε κανείς ότι μερικά από τα όσα επισήμανε ο Παλαμάς για κάποιες πρώιμες επιδράσεις από γάλλους ποιητές (Verlaine, Heredia, Moreas κ.ά.) και για κάποιους στίχους του δεκαπεντάχρονου εκκολαπτόμενου ποιητή, λέγοντας ότι «μοσχοβολούν από τον αέρα ενός περιβολιού», «μας ξαναφέρνουν σάμπως διυλισμένους τους ρυθμούς κλασικών εικόνων και κομψοτεχνημάτων» ή ανακαλούν «εράσμια φαντάσματα του φυσικού και του ιστορικού κόσμου», είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν και τη μετέπειτα ποίηση του Αλέξανδρου Μάτσα. Στοιχεία που, αργότερα, αναπτυγμένα και καλλιεργημένα κατά τις επιταγές της πνευματικής και της ψυχικής ιδιοσυστασίας του, της παιδείας του και των ιδιαίτερων συνθηκών του βίου του, έμελλε να συγκροτήσουν και να διαμορφώσουν τον εκλεκτικισμό, τον αισθητισμό και τη λεπταίσθητη λυρική του διάθεση. Θα τα συναντήσουμε στα δεκατέσσερα, όλα κι όλα, ποιήματα που συνθέτουν τη λιγοσέλιδη ποιητική συλλογή του Ποιήματα (1934), στα περισσότερα από τα οποία φωτίζονται και συγκεκριμενοποιούνται οι ποιητικές και οι ευρύτερα νοούμενες πνευματικές του καταβολές.
Στους γάλλους δασκάλους του έρχεται τώρα να προστεθεί και να καταλάβει σημαίνουσα θέση ο Καβάφης• η φωνή του ακούγεται συχνά ευδιάκριτη, διανθισμένη, ωστόσο, από έναν ισχυρό απόηχο λυρικών φωνών της κλασικής αλλά και της ύστερης αρχαιότητας: του Πίνδαρου, του Θεόκριτου, του Μελέαγρου καθώς και άλλων επιγραμματικών, στους οποίους είναι προφανές ότι ο Αλέξανδρος Μάτσας εντόπισε, από πολύ νωρίς, στοιχεία απολύτως ανταποκρινόμενα στην ιδιοσυγκρασιακή του ιδιαιτερότητα και στο, σύμφωνα με τις επιταγές αυτής ακριβώς της ιδιαιτερότητας, διαμορφωμένο και πρώιμα εκδηλωμένο αισθητικό και ποιητικό του ιδεώδες. Ένα ιδεώδες νεοκλασικιστικό, άμεσα κι έμμεσα θρεμμένο από τον αγνό κλασικισμό και το κλίμα της παρακμής της ελληνιστικής εποχής, παρεμφερές, με άλλα λόγια, με το ιδεώδες του Καβάφη• πράγμα πολύ φυσικό, αφού είναι φανερό ότι ο νέος ποιητής διακατέχεται από την ενδιάθετη -και ενδεχομένως όχι απολύτως συνειδητοποιημένη ακόμα- ανάγκη να συνδυάσει τον αρχαίο με τον νεοελληνικό ποιητικό λόγο.
Η παρουσία του Καβάφη περιορίζεται αισθητά στα Ποιήματα του 1946• παραμένει, ωστόσο, το ίδιο ενεργή και περισσότερο αφομοιωμένη η επίδραση των αρχαίων λυρικών, το δραματικό βάρος της φωνής των οποίων βρίσκει τώρα προσφορότερο έδαφος και το απαραίτητο συγκινησιακό υπέδαφος καλλιέργειας. Συμβάλλει σ’ αυτό η υπέρογκα τραυματική κατοχική εμπειρία του ποιητή που, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη, σχεδόν, ωρίμανση των εκφραστικών του τρόπων, καθώς και με την καλλιέργεια μιας ιδιότυπης ιστορικής αίσθησης και αντίληψης, τον βοήθησε να εκφράσει την οδύνη του για το πρόσφατο παρελθόν -και το παρόν- επικαλούμενος στοιχεία της αρχαίας τραγωδίας. Η οξύτατη ιστορική αίσθηση του Αλέξανδρου Μάτσα γίνεται περισσότερο ευδιάκριτη στα ποιήματα που απαρτίζουν την τρίτη και τελευταία συλλογή του (Ποιήματα. Εκλογή, 1964), όπου, κάτω από τον προστατευτικό και διδακτικό ίσκιο του Καβάφη, με λόγο ευλύγιστο, παρά την αυστηρή λιτότητά του, αναδύονται εύκαρπες μνήμες συστηματικών αναγνώσεων λυρικών ποιητών της αρχαιότητας. Μνήμες που, συχνά, δρουν σαν «ειρωνικές προεκβολές» στο σήμερα, συμβάλλοντας στη διεύρυνση του πεδίου των εμπνεύσεων προς τον εφιαλτικό κόσμο της σύγχρονης ζωής.


Ποιητής της γενιάς του ’30, ο Αλέξανδρος Μάτσας, αλλά μόνο με βάση τα ληξιαρχικά, τα ηλικιακά δεδομένα• κατά τ’ άλλα παρέμεινε ανένταχτος, μην υπακούοντας παρά μόνο στις επιταγές ενός ιδιότυπου και απολύτως προσωπικού λυρισμού, διαμορφωμένου κάτω από τις ευεργετικές επιρροές των υψηλών διδαγμάτων του Καβάφη και των αρχαίων λυρικών. Επιφυλακτικός -εξ αιτίας της παιδείας του αλλά και από ένστικτο- μπροστά στο ενδεχόμενο μιας παρορμητικής νεανικής ένταξης σε κάθε μορφής ομαδική δραστηριότητα, χωρίς να πάψει να είναι θιασώτης του ευρωπαϊκού και του γηγενούς νεωτερισμού (όπως αυτός εκδηλώθηκε τη δεκαετία 1930-40), καθοδηγημένος από την ενδιάθετη ροπή του προς το αισθησιακό και το «ωραίο», ανένταχτος στις κυρίαρχες ομάδες και σχολές της εποχής, παρέμεινε πάντα ένας εκλεκτικός και συνεπής αισθητικός. Ένας αισθητικός δέσμιος, ηδύπαθα υποταγμένος και συνάμα ταγμένος στο αρραγές ποιητικό ιδεώδες του, το συνυφασμένο από μύχιους πόθους και πάθη, από μιαν «αρχαιοπρεπή και βαθύτατα λυρική σοφία» και από τις τραυματικές εμπειρίες του σύγχρονου κόσμου, του βυθισμένου στο έλος ενός εφιάλτη. Γι’ αυτό και είχε το σθένος να κρατηθεί σε απόσταση από τα κυρίαρχα ποιητικά -κατ’ επέκτασιν και γλωσσικά- πρότυπα της γενιάς του, καλλιεργώντας ένα απολύτως προσωπικό γλωσσικό ιδίωμα που, όσο κι αν παρέπεμπε, συχνά, στο αντίστοιχο καβαφικό, ποτέ δεν ταυτίστηκε μαζί του• η επιμιξία δημοτικής και καθαρεύουσας, στην περίπτωση του Αλέξανδρου Μάτσα, εμπλουτίζεται με τόλμη και, κάποτε, ρηξικέλευθα, με τύπους της αρχαίας, προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις διοχέτευσης της λεπταίσθητης συγκίνησης που, κατά τη διάρκεια της ποιητικής διαδικασίας, τον δονεί πνευματικά.
Εκκεντρικός, ωραιολάτρης, γλωσσικά αιρετικός, αισθητιστής, με εκδηλωνόμενες ή εντέχνως καλυπτόμενες -απορρέουσες από τον αισθητισμό του- ναρκισσιστικές τάσεις, ο Αλέξανδρος Μάτσας δεν περιορίζεται, όπως εύλογα θα περίμενε κανείς, σε έναν αυτοαναλωνόμενο εγωκεντρισμό ή σε έναν άσκοπο και ποιητικά αναποτελεσματικό λυρισμό. Ο λυρικός του πυρήνας όσο και η προσωπική του ανησυχία διαστέλλονται όσο χρειάζεται, προκειμένου να επεκταθούν και σε πεδία όπου διακυβεύεται η μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου, γεγονός που προσδίδει στον, απαλλαγμένο από νόθες συγκινήσεις και ανούσιες συναισθηματολογίες, λόγο του, αντικειμενικές διαστάσεις και προοπτικές (Ανδρέας Καραντώνης). Κι αυτό είναι κάτι που συντελείται με τρόπο απολύτως φυσικό και αβίαστο, υπό την καθοδήγηση μιας επίσης φυσικά και αβίαστα κατακτημένης λυρικής σοφίας, και μιας νηφάλιας αγωνίας που του επιτρέπει -αν δεν του επιβάλλει, κιόλας- να δει, μέσα από το πάντα ελεγχόμενο προσωπικό του δράμα και το δράμα της εποχής του.
Η νηφαλιότητα και ο αυτοέλεγχος, ακόμα και σε στιγμές συνειδησιακής ή συγκινησιακής-συναισθηματικής έντασης, μόνιμα χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο ο Μάτσας ανταποκρίνεται ποιητικά στα δικά του και στα αλλότρια οράματα και πάθη, δεν επιτρέπουν στη μονίμως εν εγρηγόρσει φαντασία του να είναι ασύδοτη. Παρά τον σημαίνοντα ρόλο της, την κρατούν υποταγμένη στις επιταγές της εκάστοτε ποιητικής πρόθεσης, ούτως ώστε ο ποιητής να προφυλάσσεται κι εν πάση περιπτώσει να είναι επιφυλακτικός μπροστά στη εκμαυλιστική γοητεία του ενστίκτου και των οραμάτων του, προκειμένου να επιτευχθεί, στο δυνατόν υψηλότερο επίπεδο, η συνταύτιση της έμπνευσής του και του ποιητικού του ιδεώδους. Ακόμα και όταν ο αισθητισμός και η φαντασία τον οδηγούν στην επικράτεια του ονείρου• ακόμα και τότε δεν απομακρύνεται εντελώς από την πραγματικότητα. Απλώς μπορεί και αναπολεί -κάποτε και ψαύει με νοσταλγία αλλά και με άκρα διακριτικότητα- τις ιδανικές ή εξιδανικευμένες μορφές των μύχιων επιθυμιών του «έξω από τον καιρό και τα θνητά»• έξω από τον χρόνο και την παντού καιροφυλακτούσα φθορά.
Η μνήμη λειτουργεί σαν ένα καλά φυλαγμένο, προστατευμένο από τα μάτια των αδιάκριτων και των αδαών, θησαυροφυλάκιο κοινόχρηστων αλλά και μύχιων πόθων και επιθυμιών του παρελθόντος, ενώ και οι παρόντες ανάγονται, εντέχνως, στα περασμένα, περιβαλλόμενοι με τη σαγήνη των αντικειμένων της ενθύμησης. Η ποίηση, εξάλλου, είναι η μυστική κιβωτός, στα φωτισμένα ή στα βυθισμένα στο ημίφως του ονείρου δώματα της οποίας διαφυλάσσονται στιγμές-εκδοχές της θνητότητας, πλην όμως μιας θνητότητας καλυμμένης με τον απατηλό πέπλο της δια της ομορφιάς κατακτημένης πρόσκαιρης αθανασίας• ίσως γιατί η αίσθηση της ομορφιάς, του ωραίου, η τυφλή εμπιστοσύνη στις θαυματουργές ιδιότητές του, συμβάλλει στην ανύψωση της τυχαιότητας στα δυσπρόσιτα ύψη της αθανασίας. Το σωματικό κάλλος, στην προκειμένη περίπτωση, ακόμα και στις υλικές εκδοχές του, προβάλλεται, εξυψώνεται και υμνείται κατ’ ισομοιρίαν με το αφανέρωτο κι ωστόσο με βεβαιότητα εικαζόμενο πνευματικό αντίστοιχό του. Γιατί το κάλλος, όπου κι αν εντοπίζεται, σε σώματα ή σε πράγματα, αποτελεί τη μόνη προϋπόθεση να σταματήσει, έστω προσώρας, η αμείλικτη πορεία της φθοράς, να κατευναστεί η σκέψη, στους κόλπους της οποίας αναθερμαίνεται αενάως ο φόβος για το παντού και πάντα επικείμενο αναπόφευκτο. Αφού η φθορά είναι «σκουλήκι στον πάλλαμπρο καρπό» της ομορφιάς και της ζωής.


Οι ώρες που συνυφαίνονται και συντελούνται τα ποιητικά οράματα και οι οπτασίες του ιδανικού ωραίου, στην ποίηση του Αλέξανδρου Μάτσα, είναι οι ώρες της νύχτας και του μεσημεριού• τότε, δηλαδή, που ο ίσκιος κρύβεται ή κυριαρχεί με το βάρος του μετάλλου. Η νύχτα, η πολλά -και διφορούμενα- υποσχόμενη και η σύντομη εκείνη στιγμή του μεσημεριού που τα πράγματα χωνεύουν τον ίσκιο τους, παραδομένα στη ανήλεη τρυφερότητα του ήλιου. Νύχτα και μεσημέρι• αυτές είναι για τον ποιητή οι στιγμές κατά τις οποίες εξυφαίνονται σκέψεις, αισθήματα και φαντασίες, γεννιούνται οράματα κι επιθυμίες που μπορεί να πραγματοποιηθούν σαν μέσα στην αχλή ενός συνειδητά σκηνογραφημένου ονείρου. Ιδίως κάτω από το εκτυφλωτικό φως ενός καλοκαιριάτικου μεσημεριού – κι ακόμα καλύτερα σε ένα «άνυδρο οπτικό θαύμα», σε ένα ελληνικό νησί. Εκεί και τότε είναι που θα έλεγε κανείς ότι μοιάζει να προσδοκά και να επιζητεί, με νηφαλιότητα, χωρίς υπερβολές και περιττές χειρονομίες, την πραγματοποίηση της τελετής καθαρμού του αληθινού του προσώπου και τη συντριβή των, από τις συνθήκες της ζωής, επιβαλλόμενων προσωπείων – αυτών που επιβάλλουν οι κοινωνικές επιταγές, συναλλαγές και υποχρεώσεις. Τότε μόνο αισθάνεται ότι μπορεί «να ξεφύγει / για λίγην ώρα, της ζωής και του θανάτου, / τ’ άσπονδο ζύγι». Ή, όπως λέει κάπου αλλού: «Η λαύρα του μεσημεριού, συστατικό της μαγγανείας. Για να διυλισθεί / το φίλτρο της συγγνώμης πραγμάτων και σκιών».
Στο σκοτάδι της νύχτα, εξάλλου, και στο αμείλικτο, εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού, βιώνει εντονότερα και το οδυνηρό δράμα της ηλικίας και το συνακόλουθο δράμα της επελθούσας αλλά και της επερχόμενης, με απόλυτη βεβαιότητα, φθοράς, έτσι καθώς αισθάνεται στη «μεσήλικη σάρκα θαμμένος» και, προπαντός, αισθάνεται να επιτείνεται το βάρος μιας ανεξιχνίαστης ενοχής που, σχεδόν μονίμως, τον κατατρέχει: Η ενοχή του ασώτου• μια ενοχή που από τα παιδικά του χρόνια ακόμα τον οδηγεί σε αλλεπάλληλες αποχωρήσεις, αποχωρισμούς κι επιστροφές. Μια ενοχή, θα πρόσθετα, άρρηκτα συνυφασμένη με την αναπτυγμένη στο έπακρο μνημοτεχνική, προκειμένου να ανασύρονται ακατάπαυστα, από τα βάθη της μνήμης, πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις• την οποία, σημειωτέον, έχει εξυψωμένη στο επίπεδο μιας προσωπικής θεότητας, συμβολισμένης με ποικίλους τρόπους και ποικολότροπα ιριδισμένη από σταθερές και εναλλασσόμενες σκέψεις, συγκινήσεις και συναισθήματα. Μια μνήμη, τέλος, στις αφύλαχτες διαβάσεις της οποίας διασταυρώνονται διαρκώς πραγματοποιημένες και απραγματοποίητες επιθυμίες και ενοχές για όλα εκείνα τα πρόσωπα που κάποτε υποδύθηκε και αναίτια εγκατέλειψε• για όλους εκείνους τους απαρνημένους, τους προδομένους εαυτούς, που τώρα προσφέρονται οικειοθελώς και τον βοηθούν για να πλάσει το ποίημα.

(Τα Ποιητικά, τχ. 8, Δεκέμβριος 2012, σελ.1)