Αλέξανδρος Αρδαβάνης

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Αλέξανδρος Αρδαβάνης
(Επί τοίχων εικονικών. Μιλιές και ψίθυροι [Ποιητικές αφηγήσεις], εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2014)

«Μικρά ασθματικά χρονογραφήματα» χαρακτηρίζει ο Αλέξανδρος Αρδαβάνης τα κείμενα που συνθέτουν το παρών βιβλίο του. Κείμενα γραμμένα τα τελευταία τρία χρόνια, θεματικά, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, ανομοιογενή, χωρίς σαφή ειδολογική ταυτότητα, βαραίνοντας άλλοτε προς τη μεριά της ποίησης και άλλοτε προς τη μεριά ενός ιδιότυπου εσωτερικού μονολόγου, όλα ωστόσο ενδεικτικά της υπαρξιακής αγωνίας, του θυμού, κάποτε και της απόγνωσης ενός ανθρώπου που, στη μέση της ζωής του, επικαλείται και προσμετρά τις αυταπάτες της πρώτης αλλά και της όψιμης νεότητάς του• κι ακόμη, ενδεικτικά της θέλησης του συγγραφέα να επικοινωνήσει με τρόπο άμεσο, αδιαμεσολάβητο, με όλους όσοι, όπως αυτός, περιδεείς, αισθάνονται ότι βρίσκονται στο κέντρο ενός κόσμου εκτεθειμένου στη δίνη του παράλογου και της κοινωνικής αναλγησίας. Να επικοινωνήσει, καταργώντας τους τοίχους της διαδικτυακής μοναξιάς, και να εκμυστηρευτεί στους διαδικτυακούς συνομιλητές του όλα όσα τον ταλανίζουν ως άτομο που μέσω της γνώσης έφτασε στην απόγνωση και ως πολίτη που πιστεύει ότι ο κόσμος θα συνεχίσει να υπάρχει και όταν αυτός θα έχει κλείσει τα μάτια του.
Έχω την εντύπωση ότι το περί ου ο λόγος βιβλίο, Επί τοίχων εικονικών. Μιλιές και ψίθυροι, θα πρέπει να συσχετιστεί και να συνδεθεί με τα αμέσως δύο προηγούμενα βιβλία του Αλέξανδρου Αρδαβάνη: τα Θραύσματα και θροΐσματα (2009) και τα Έκκεντρα (2012). Όπως σε εκείνα έτσι και σ’ αυτό, τα περισσότερα κείμενα έχουν τη μορφή και την υφή ημερολογιακών εγγραφών• θα έλεγα μάλιστα ότι τώρα έχουμε να κάνουμε με κείμενα προφανέστερα ημερολογιακά, αφού σε πολλά δηλώνεται ο χρόνος και ο τόπος της γραφής τους, καθώς και οι περιστάσεις (γεγονότα ή διαρκείς μετακινήσεις μιας άγρυπνης συνείδησης) που τον ώθησαν στη γραφή. Γεγονότα, σκέψεις και καταστάσεις μπορεί φαινομενικά ασύνδετες, χωρίς ορατό συνδετικό αρμό ανάμεσά τους, πρόσφορες ωστόσο για τη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας παρακινητικής της διαδικασίας της μνήμης, αφού αυτό είναι που περισσότερο απ’ όλα επιθυμεί και επιδιώκει ο συγγραφέας: να ενεργοποιήσει το παρελθόν. Να ανασύρει σημαδιακές πτυχές των περασμένων στο φως του παρόντος• ενός παρόντος, στην καρδιά του οποίου ο γράφων αισθάνεται ότι συντελούνται σημαντικότατες ρήξεις και ανακατατάξεις, καθοριστικές για την πνευματική και την ψυχική του υπόσταση και ισορροπία. Όχι ενός παρόντος γενικού και αόριστου, αλλά αυτού που κάθε ευαίσθητος άνθρωπος βιώνει τραυματικά τα τελευταία χρόνια, κάτω από συνθήκες ιστορικής, κοινωνικής και οικονομικής αποσύνθεσης.
Σε όλα τα κείμενα του βιβλίου, που πολύ σωστά ο συγγραφέας χαρακτηρίζει «ποιητικές αφηγήσεις», τόσο στα πεζόμορφα ποιητικά όσο και στα ακραιφνώς ποιητικά, με διάθεση μονίμως ποιητική, δηλαδή αμέσως ή εμμέσως ανατρεπτική, έχοντας αναπτύξει μία ιδιότυπη τεχνική του συνειρμού, σαν αφημένος στη γοητεία του συνειρμού, υποκινούμενος από την αίσθηση του ματαιωμένου, όχι όμως και του απελπισμένου, με οξύτατη κριτική ματιά παρατηρεί τα τεκταινόμενα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο πεδίο, ακατάπαυστα αιωρούμενος ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, ανάμεσα στο εγώ και στο εμείς. Πολίτης μιας απροσμέτρητα λαβωμένης πατρίδας, όπως λέει ο ίδιος, στο κέντρο της νύχτας της παγκόσμιας δολοπλοκίας, μονίμως διεκδικούμενος από τις δύο ιδιαίτερα απαιτητικές ροπές του, της επιστήμης του και της ποίησης, ο Αλέξανδρος Αρδαβάνης επιδίδεται σε ατέρμονους πικρούς απολογισμούς, αντιπαραβάλλοντας «στην κυρτωμένη μνήμη προσδοκίες και διαψεύσεις, οράματα θριάμβων της νιότης και συντριβές της ωριμότητας». Χρόνια μελαγχολικός, εκ φύσεως και εκ των περιστάσεων, διδαγμένος τα μυστικά της ζωής μέσα από την οδύνη και την αγωνία των άλλων, παρατηρεί και εν θερμώ καταγράφει.
Στην εντονότατη και σχεδόν μόνιμη εξομολογητική και απολογιστική της ζωής του διάθεση δεν μπορεί να μη συνέβαλλε το γεγονός ότι ο συγγραφέας αισθάνεται να διανύει ένα ιδιαιτέρως επώδυνο, για όποιον βιώνει συνειδητά την ηλικία του, στάδιο της μέσης της ζωής του. Αυτό το στάδιο διανύοντας, αισθάνεται κάθε βεβαιότητά του, πραγματική ή νομιζόμενη, να κλονίζεται• την όποια πίστη του να τίθεται εν αμφιβόλω, γεγονός που τον ωθεί σε κανονισμούς, στο κλείσιμο ανοιχτών λογαριασμών με μνήμες, πράξεις και παραλήψεις• στην οριστική ταξινόμηση των περασμένων, στο λύσιμο των γρίφων που σχετίζονται με τον τόπο της καταγωγής του και τις απώτερες γενεαλογικές ρίζες του, τώρα που, όπως λέει, «Ο βαθμός της βραδύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της μνήμης. Ο βαθμός της ταχύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της λήθης».
Εκτός από τις εκκρεμότητες τόπου καταγωγής και αίματος, όμως, που τον ταλανίζουν, υπάρχουν και άλλες εκκρεμότητες, που αισθάνεται την υποχρέωση, αν όχι να τις επιλύσει, τουλάχιστον να τις αντιμετωπίσει κατά μέτωπο. Μιλάω για τις ιδεολογικές εκκρεμότητες που, κατά τα φαινόμενα, δεν επιδέχονται επίλυση. Έμπλεος ιστορικής μνήμης, ο Αλέξανδρος Αρδαβάνης αισθάνεται ένοχος που στην εποχή του δεν χρειάστηκε να αγωνιστεί για μία κοινή υπόθεση, όπως λ.χ. ο πατέρας του• αισθάνεται ένοχος που δεν έζησε πέτρινα χρόνια, όπως κάποιοι αγωνιστές της Αριστεράς, που δεν του δόθηκε η δυνατότητα να διοχετεύσει την αριστερή ιδεολογία του, αλλιώς τον ανθρωπισμό του, σε κάποιο κοινό αγώνα, που η ιδεολογία του δεν έχει πια σαφή σημεία αναφοράς, δεν έχει σύμβολα στον χώρο και στον χρόνο, που δεν μπορεί πια να τον θρέψει ούτε με αυταπάτες. Εν κατακλείδι: τα κείμενα που απαρτίζουν το περί ου ο λόγος βιβλίο είναι κείμενα ενδεικτικά της υπαρξιακής και της κοινωνικής αγωνίας ενός ανθρώπου που, στη μέση της ηλικίας του, αισθάνεται υπέρογκη της ανάγκη να απολογηθεί, στον εαυτό του και στους άλλους, για τα έως τώρα πεπραγμένα και να επισπεύσει τις διαδικασίες επίλυσης ή, εν πάση περιπτώσει, επισήμανσης και έκθεσης των προσωπικών και των κοινωνικών εκκρεμοτήτων που τον ταλανίζουν. Είναι, στην πλειονότητά τους, κείμενα με έντονο το στοιχείο της νοσταλγίας, σε συνδυασμό με έναν ακατασίγαστο προβληματισμό του συγγραφέα για κάποια κοινού ενδιαφέροντος ζητήματα, όπως είναι αυτά της υγείας, της παιδείας και, κυρίως, των απάνθρωπων μηχανισμών της κάθε μορφής εξουσίας. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι κείμενα γραμμένα εν θερμώ, διαπερασμένα από την αγωνία ενός ανθρώπου που αισθάνεται την ανάγκη, στη μέση του σκοτεινού δάσους της μέσης ηλικίας που βρίσκεται, να επαναπροσδιοριστεί ως πνευματική, ιστορική και κοινωνική οντότητα.