Νάγια Κυριαζοπούλου (Γυάλινες ραφές, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα, 2015)

(Νάγια Κυριαζοπούλου, Γυάλινες ραφές, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα, 2015)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου­

Με το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής δηλώνεται το επίφοβο του θήλεως σε συνδυασμό με το επίβουλο της ομορφιάς, η οποία φαίνεται ότι ποτέ δεν προσφέρεται ανεπιφύλακτα και άνευ όρων· λειτουργεί σαν ένα είδος ανταλλακτηρίου προθέσεων και αισθημάτων· επιβάλλει τους όρους της από θέση ισχύος πλην με τρόπο μειλίχιο και παραπλανητικό και απειλεί επικαλούμενη ως όπλο την αδυναμία της. Η ομορφιά εν προκειμένω επιχειρηματολογεί, εντασσόμενη στο γενικότερο κλίμα που διαμορφώνουν τα περισσότερα ποιήματα της πρώτης συλλογής της Νάγιας Κυριαζοπούλου· ένα κλίμα ή, αν θέλετε, ένα σκηνικό πρόσφορο για μιαν εξομολογητικής υφής επιχειρηματολογία  των αισθημάτων, όπως αυτά περιβάλλουν πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που κινούνται και δημιουργούνται στο επίκεντρο των δοσοληψιών της κάθε μέρας. Μιλάω για επιχειρηματολογία των αισθημάτων και των συναισθημάτων γιατί, στην προκειμένη περίπτωση, αν προσέξει κανείς περισσότερο, θα διαπιστώσει ότι στο βάθος των επιχειρημάτων του ποιητικού υποκειμένου υφέρπει ένας θερμός συναισθηματισμός που διαβρώνει τη λογική και κάνει τον λόγο να ακούγεται αμφίσημος.

Στην αμφισημία του λόγου της Κυριαζοπούλου συμβάλλει και η άρνηση, η επιμονή της μάλλον να μην επιτρέπει στον χρόνο και τις φθοροποιές ιδιότητές του να παρεισφρέει στις καθημερινές, πνευματικές ή πρακτικές, ενασχολήσεις της, αμαυρώνοντάς της το όραμα ή μάλλον την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας, που συχνά τη διακατέχει και που την κάνει να θεωρεί τον χρόνο συνέπεια ενός άγνωστου και αδιευκρίνιστου προπατορικού αμαρτήματος και τη διαίρεσή του στις τρεις αντικειμενικές διαστάσεις (παρόν, παρελθόν και μέλλον) τιμωρία του. Η άρνηση του χρόνου, εξάλλου, ή έστω ο συνειδητός εκ μέρους της περιορισμός τού ρόλου του σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητάς της, η ιδιαίτερη, εν πάση περιπτώσει, σχέση που έχει αναπτύξει μαζί του δεν μπορεί να μη συνδέεται με έναν ενδιάθετο, λεπταίσθητο και αισθητικοποιημένο ναρκισσισμό που τη διακρίνει· έναν ιδιότυπο ναρκισσισμό που αμβλύνεται, εκτονώνεται όταν αναγνωρίζει την ομορφιά και στον άλλο, οπότε της δίνεται η δυνατότητα, σαν με πρόσχημα παιχνιδιού, να επικοινωνήσει, ως εν κατόπτρω, πάλι με τον εαυτό της. Παρ’ όλ’ αυτά δεν χάνει την επαφή της ούτε με την πραγματικότητα ούτε με τον χρόνο, ο οποίος παντοειδώς την πολιορκεί και την προετοιμάζει για το άγνωστο, όσο κι αν η ίδια το θεωρεί γνωστό και αναμενόμενο. Αισθάνεται τα δακτυλικά αποτυπώματα του χρόνου στο σώμα και στη σκέψη της, όχι όμως του ρέοντος χρόνου, αυτού που διαρρέει και καλύπτει τα τρέχοντα και τα καθημερινά, αλλά του άλλου, του στατικού, του σταματημένου, του συνυφασμένου με την έννοια ή την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας.

Η μεταφυσική της Κυριαζοπούλου είναι μία μεταφυσική ιδιότυπη, στηριγμένη, θα τολμούσα να πω, στην ένυλη εκδοχή των σωμάτων, των πραγμάτων και των καταστάσεων· είναι μία μεταφυσική προσγειωμένη στο παρόν, με διακριτικές πνευματικές εξάρσεις και προσδοκίες διαφυγής προς μιαν άλλη πραγματικότητα. Το σώμα κατοικείται από χρόνο και εμφορείται από ερωτικές διαθέσεις και φαντασιώσεις· αποκτά πλήρη συνείδηση της ύπαρξής του μόνο στους κόλπους του έρωτα, για τον απλούστατο λόγο ότι μόνο εκεί μπορεί να διακρίνει ή να διαισθανθεί παροδικές και φευγαλέες έστω εκλάμψεις ψηγμάτων αθανασίας. Ο έρωτας, το άνθος της φθοράς, ανασύρει για λίγο το πέπλο της λύπης από τα συναισθήματα και από τα πράγματα· η απουσία του ή η πλήρωσή του συνεπάγονται την επιστροφή στα τετριμμένα καθημερινά· το σώμα γίνεται άψυχος πηλός, αφού «είναι ξερή η αφή χωρίς λαχτάρα». Αυτή ακριβώς η σωματική εκδοχή του έρωτα, στην επικράτεια του οποίου καταργούνται όλοι οι περιοριστικοί όροι και η στίξη δεν έχει καμία εξουσία, συχνά διαπερνάται από ρίγη μεταφυσικής· και η πιο απτή και αναγνωρίσιμη εκδοχή της πραγματικότητας πλαγιοσκοπείται από μεταφυσικές ριπές, γεγονός που οφείλεται στην ικανότητα της ποιήτριας να μετατρέπει με άκρα φυσικότητα στιγμές και βιώματα της εν εγρηγόρσει ζωής της σε ονειρικές καταστάσεις, με συνέπεια τη συχνή παρουσία ή το άκουσμα φτερών, παραμένοντας έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο του πετάγματος.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διακριτός μέσα στη συλλογή κύκλος ποιημάτων που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ως ημερολόγιο ενηλικίωσης του ποιητικού υποκειμένου, όπου χωρίς προφανή ή, εν πάση περιπτώσει, συνειδητή φεμινιστική διάθεση καταγράφονται πτυχές μεγαλώματος της υπάκουης στα κοινωνικά προτάγματα γυναίκας. Ημερολόγιο ενηλικίωσης ενδεικτικό της συνειδητοποίησης του πόσο υποσκαπτική της φυσικότητας είναι η τρυφερή και κατά βάθος επίβουλη αστυνόμευση εκ μέρους των ενηλίκων και του συστήματος που αυτοί εκπροσωπούν – εν επιγνώσει ή όχι αδιάφορο, προκειμένου η αστυνομευόμενη να ενταχθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή πειθήνια στα προδιαγεγραμμένα για την τάξη και για το φύλο της καλούπια. Επισημαίνει τους παμπάλαιους, πατροπαράδοτους μηχανισμούς εξάρτησης και διαιώνισης της εξάρτησης από διαστρεβλωτικά της προσωπικότητας πρότυπα κοινωνικών συμπεριφορών και, γενικά, στήνει αυτί για ν’ ακούσει τα λόγια και τις σιωπές που την περιβάλλουν, έχοντας αναπτύξει στο έπακρο την ικανότητα να μπορεί να διακρίνει μέσα στον αφόρητο θόρυβο της κάθε μέρας τον ψίθυρο των ανθρώπων και το τρίξιμο των πραγμάτων· έχει αναπτύξει αυτό που λέμε ποιητική ευαισθησία ή ετοιμότητα να συλλαμβάνει διάχυτα νοήματα κι αισθήματα και, το κυριότερο, να τα αναμεταδίδει διαπερασμένα από την προσωπική της αίσθηση του εαυτού της και του κόσμου. Γράφει διεκδικώντας μιαν απολύτως δική της μνήμη, καθιερώνοντας απολύτως προσωπικές επετείους της ζωής της, αντικαθιστώντας τα υπολείμματα της μνήμης των άλλων μέσα της με αγαπημένα κατάλοιπα της πραγματικής ή της φανταστικής ζωής της. Τελειώνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ για μια ακόμη φορά σε μιαν απροσδιόριστη αύρα πραγματικών ή νομιζόμενων μεταφυσικών βεβαιοτήτων που συχνά αισθάνθηκα να διαπερνά κάποια ποιήματα της συλλογής· βεβαιοτήτων δοκιμαζόμενων ακατάπαυστα από τις πραγματικές ή τις επίπλαστες ανάγκες της καθημερινότητας, που όμως δεν αποκλείεται σ’ αυτές να οφείλεται η μάλλον ασυνήθιστη για τα σύγχρονα δεδομένα απουσία του υλικού θανάτου, ο οποίος μοιάζει να έχει υποκατασταθεί από τον φόβο μιας παντού υφέρπουσας φθοράς.