Γιάννης Στρούμπας (Γραφείον ενικού τουρισμού, εκδόσεις Καλλιγράφος)

Γιάννης Στρούμπας, Γραφείον ενικού τουρισμού, εκδόσεις Καλλιγράφος, Αθήνα 2016

 Βαγγέλης Δημητριάδης

 

Το τρίτο ποιητικό βιβλίο του φιλόλογου Γιάννη Στρούμπα (ΓΣ) «διατρέχει» από πολλές πλευρές τη σαραντάχρονη αποπνικτική καθημερινότητα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας (1974-2014). Περιδιαβαίνει επαρχιακά θέρετρα, τόπους αναψυχής, θαλάσσιες και χερσαίες διαδρομές/επιδρομές κατά το ήμισυ «Με το μικρό αστικό» των μέσων μαζικής μεταφοράς και κατά το έτερο ήμισυ με το ιδιωτικό «Τέσσερα επί τέσσερα» της νεόπλουτης δημοκρατίας, και εναρμονίζεται με τα περιεχόμενα των αντίστοιχων ενοτήτων της συλλογής, τα οποία με δυο κουβέντες υπηρετούν ένα προσωπικό πρόγραμμα παρατηρητικής περιήγησης σε τόπο και χρόνο, ο οποίος ασφαλώς παραπέμπει σε γενικευμένες συνήθειες και συμπεριφορές της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Το χρονικό εύρος αλλά και οι απροκάλυπτες διαθέσεις του ΓΣ, σε ό,τι αφορούν τους στόχους της συλλογής, οριοθετούνται από το αρκτικό και το ύστατο ποίημα: και στα δύο ποιήματα, με την εκδίπλωση άκρως πολιτικού λόγου, διαγράφεται η χωλή πορεία της δημοκρατίας στην Ελλάδα, που την παρακολουθούμε να μετακινείται προσωποποιημένη από το γύψο της δικτατορίας στην κατάψυξη της μεταπολιτευτικής περιόδου. Σε αυτό το περιβάλλον, της μεταπολίτευσης, συντελείται η ενηλικίωση του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο επωφελείται από τις αλόγιστες υλικές παροχές, που συν τω χρόνω κατακλύζουν τη χώρα, και οικοδομεί το κοινωνικό του προφίλ πάνω στο σαθρό ελληνικό μοντέλο. Ένα μοντέλο με νεοπλουτίστικες τάσεις, στροφή στην εύκολη (τουριστική) εκμετάλλευση, στην κατασπατάληση των πλουτοπαραγωγικών μας αποθεμάτων και την έλλειψη εσωτερικής καλλιέργειας. Στον πρώτο κύκλο-ενότητα ποιημάτων, που φέρει τον τίτλο «Με το μικρό αστικό», η θεματογραφία υφαίνει τον κοινωνικό ιστό μέσα στον οποίο ζει και ανδρώνεται ο (ολίγον τι ερωτευμένος, ακροώμενος και ομιλών) έφηβος, παρατηρώντας με βουλιμία τον γύρω του αποκαλυπτόμενο κόσμο. Τον έλκουν οι νεαρές τουρίστριες, οι μικροαπολαύσεις των αισθήσεων, τον κατατρώει η αδημονία της ενηλικίωσης, η ανεξαρτησία. Με αφορμή κάποιες διακοπές σε αιγαιοπελαγίτικο νησί θίγει τα κακώς έχοντα των υποδομών της χώρας και θεωρεί ότι η διάχυτη λειτουργική αρρυθμία και η έλλειψη προγράμματος και συντονισμού οφείλονται στο γεγονός ότι «μένουμε Ελλάδα», αφού οι Έλληνες στις διακοπές τους εξακολουθούν να παραμένουν περιχαρακωμένοι στον εαυτό τους, αναζητώντας διακαώς ησυχία και ανάπαυση και αδιαφορώντας για τη φύση, την ομορφιά, τις όποιες συνθήκες, δυσχερείς και μη, επιβίωσης των διπλανών εργαζομένων. Στη δεύτερη ενότητα («Τέσσερα επί τέσσερα») το ενηλικιωμένο αλλά ενίοτε παλινδρομών χρονικά υποκείμενο επιβιβάζεται στο πολυτελές ΙΧ της δημοκρατίας και ταξιδεύει μαζί της εκεί όπου οι Έλληνες απολαμβάνουν μόνιμες διακοπές μη έχοντας ακριβή συναίσθηση της πραγματικότητας. Κι εδώ η οπτική του ΓΣ δεν αλλάζει ως προς την κριτική στάση απέναντι στα εξωτερικά ερεθίσματα και τις συμπεριφορές. Διαφοροποιείται όμως και καθορά τον κόσμο υπό το πρίσμα της αυξημένης συνευθύνης στις εξελίξεις. Θύμα των περιστάσεων, αυτοπροσδιορίζεται ως «σκέτη επιφάνεια ανούσια και πληκτική», ένας από εκείνους που εμφανίζονται δίπλα στο ειδυλλιακό τοπίο έχοντας μαζί τους σουβενίρ περιττά, απότοκα του υπερκαταναλωτισμού της καπιταλιστικής νοοτροπίας. Δεν ομφαλοσκοπεί ατομοκεντρικά αλλά, διατηρώντας τον έλεγχο της εσωτερικής αναταραχής που τον διακατέχει, με προμελετημένη ψυχραιμία –και (έμμεση) μαχητικότητα– αναφέρεται στα κοινωνικά πάθη των Ελλήνων.

Ο ΓΣ σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, ειρωνεύεται, σχολιάζει με σκωπτική διάθεση, χρησιμοποιεί το χιούμορ και την έκπληξη για να αμβλύνει τις αρνητικές εντυπώσεις και την τυχόν πεσιμιστική διάθεση του παρατηρητή-αναγνώστη μετά τη γυμνή αποκάλυψη της αλήθειας του. Από τα καταγγελτικά πυρά δε διαφεύγουν ούτε η βολεμένη γενιά της επταετίας 1967-74 –ιδίως όσοι αντιστάθηκαν στο καθεστώς εκ του ασφαλούς διαμένοντας στο εξωτερικό– ούτε οι ενδοοικογενειακές κοκορομαχίες και διαμάχες. Πουθενά, ωστόσο, δεν αφήνει την απογοήτευση να διαβρώσει το λόγο του, δεν δραματοποιεί ούτε καν τις πιο ακραίες καταστάσεις. Απλά περιορίζει στο ελάχιστο την αμφισημία, αποκαθηλώνει τα σύμβολα, ζυμώνει το ρεαλισμό με την περιπαικτική διάθεσή του και συνεχίζει την καταμέτρηση…

Οι ενδείξεις ότι πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική περίπτωση ποιητικής, που δεν συναντάται συχνά στη μαζική παραγωγή της περιόδου που διανύουμε και δεν στηρίζεται στην εκζήτηση ούτε στην κρυπτικότητα του λόγου, είναι πυκνές. Είναι ποιητική ρέουσα, ιδιότυπα κατακριτικޞ επισημαίνει με επιγραμματικότητα και σαφήνεια τις φυλογενετικές αδυναμίες του νεοέλληνα, και εκφράζει συνοπτικά ένα μεγάλο μέρος από τους προβληματισμούς που ο ΓΣ έχει σχολιάσει με δοκιμιακό τρόπο στο Άσυλο Ανιάτων του (Καλλιγράφος, Αθήνα 2013). Σαν αποτέλεσμα της ίδιας τακτικής από τους στίχους απουσιάζουν η νοσταλγία, η απαισιοδοξία, η μελαγχολία. Το παρελθόν σχηματοποιείται με περιγραφική διάθεση, εύθυμο και χαρούμενο. Τα σύκα παραμένουν σύκα και η σκάφη σκάφη. Τα ποιήματα δεν χρειάζονται αποκωδικοποιητή, διαθέτουν αμεσότητα, επικοινωνιακή δύναμη, απλό λόγοž οι υφολογικές επιλογές και η κοινωνικο-πολιτική θεώρηση του κόσμου παραπέμπουν στο Γιάννη Σκαρίμπα και το Μανόλη Αναγνωστάκη. Από μια άποψη ο ΓΣ εκσυγχρονίζει αρκετά νεωτερικά στοιχεία για να δομήσει την ποιητική του. Κατά διαστήματα χρησιμοποιεί ιδιωματικές λέξεις της βόρειας διαλέκτου στην προφορική μορφή τους (φωνεντοφαγωμένες). Η εμφάνισή τους συνδέεται με την πρόθεσή του να παρουσιάσει πρωτότυπη ομοιοκαταληξία και να αποφορτίσει τη βεβαρημένη ατμόσφαιρα. Το εξώφυλλο και τα σχέδια της συλλογής είναι του ζωγράφου Νίκου Οικονομίδη, γνωστού για τις εικαστικές του εμπνεύσεις από την ποίηση.

Μετά από αυτές τις επισημάνσεις ο τίτλος Γραφείον ενικού τουρισμού θα μπορούσε κάλλιστα να αναδιατυπωθεί, σε μια πιο διευρυμένη μορφή, ως «Γραφείον ε(λλη)νικού τουρισμού», έναν οικείο δηλαδή τόπο με τον οποίο λίγο πολύ όλοι μας γνωριζόμαστε…


(Τα Ποιητικά, τχ. 22, Ιούνιος 2016, σελ. 13)