Μαρία Κουλούρη

(Μουσείο άδειο, Αθήνα, εκδόσεις Μελάνι, 2013)

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

 

Θα ήθελα να δηλώσω εξ αρχής ότι, διαβάζοντας τα ποιήματα της πρωτοεμφανιζόμενης ποιήτριας Μαρίας Κουλούρη, αισθάνθηκα, για μία ακόμη φορά, να επιβεβαιώνεται η κυρίαρχη εδώ και καιρό άποψη ότι τα τελευταία δέκα χρόνια συντελείται κάτι το ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο στον χώρο της ποίησης. Ολοένα και καινούργιες φωνές έρχονται να προστεθούν στις ήδη υπάρχουσες, δημιουργώντας μία ομολογουμένως εντυπωσιακή πολυχρωμία και, κυρίως, ανοίγοντας νέες οπτικές γωνίες προς έναν αντιπνευματικό και κάθε άλλο παρά φιλικά προσκείμενο προς την ποίηση κόσμο, όπως είναι ο κόσμος που μας περιβάλλει.
Αυτό που, κατ’ αρχάς, κινεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη των ποιημάτων του Μουσείου άδειου είναι η πρωτογενής ικανότητα της ποιήτριας να συνδυάζει και να συμπλέκει οργανικά βιώματα του σήμερα με το παρελθόν ή, καλύτερα, να συνδέει και να εμπλουτίζει πτυχές του παρόντος, ατομικού και συλλογικού, με θραύσματα μύθου, θρύλου και ιστορίας. Και αντίστροφα: ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει ιστορικές πραγματικότητες, προκειμένου στη συνέχεια να ψαύσει και να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα εκδοχές του παρόντος• να αποκομίσει διδάγματα και να αποκτήσει τα απαραίτητα διαπιστευτήρια πρόσβασής της στο σήμερα.
Η Μαρία Κουλούρη είναι ποιήτρια του καιρού της. Για να γίνω ακριβέστερος, θα έλεγα ότι είναι ποιήτρια των ημερών της και των ημερών που βιώνουμε. Αγγίζεται από την ατμόσφαιρα του κόσμου που την περιβάλλει και ανταποδίδει, συχνά με αξιοσημείωτη τόλμη, αυτά τα αγγίγματα, χωρίς να χάνει την αίσθηση του παρόντος. Το παρόν μοιάζει να είναι γι’ αυτήν το σημείο γόνιμων συναντήσεων του ονείρου και της πραγματικότητας• αλλά ενός ονείρου διαβρωμένου, διαπερασμένου από τις άλλοτε τραυματικές και άλλοτε γοητευτικές εκπομπές της πραγματικότητας και μιας πραγματικότητας με την ασάφεια, την ανασφάλεια και την τυχαιότητα του ονείρου.
Δείχνει να έχει αναπτύξει μια οξυδερκή και ιδιάζουσα παρατηρητικότητα, ακατάπαυστα στρεφόμενη προς τα μέσα και προς τα έξω και ανταποκρινόμενη στην ιδιοσυγκρασιακή της ιδιαιτερότητα. Παρατηρεί και, παρά την ηλικία της, διακατέχεται από μιαν έντονη θυμοσοφική διάθεση, δείχνοντας νηφαλιότητα και εγκαρτέρηση σε ό,τι θα μπορούσε να την ταλανίσει ψυχικά, πνευματικά, ενίοτε και σωματικά. Η νηφαλιότητα, η εγκαρτέρηση και η συγκατάνευση που σχεδόν μονίμως τη χαρακτηρίζουν, σε συνδυασμό με την έκδηλη ανάγκη της για έκφραση και επικοινωνία με τον εαυτό της και με τον άλλον, ιδίως με τον άλλον, προσδίδουν στον λόγο της τη χροιά ενός λόγου εξομολογητικού και τον κάνουν να ακούγεται σαν μια άλλοτε προφανής και άλλοτε τεκμαιρόμενη πρόταση συζήτησης με τον αποδέκτη του. Γι’ αυτό μπορεί να μην είναι τυχαία η συχνή καταφυγή της στο δεύτερο πρόσωπο.
Συχνά διακρίνει κανείς την ανάγκη της ποιήτριας να αποδώσει ιδέες, σκέψεις, καταστάσεις και τα συναφή μ’ αυτές συναισθήματα κατά κάποιο τρόπο, θα έλεγα σκηνικό, οπότε τα πρόσωπα, ασαφή ή συγκεκριμένα, κάποτε και αναγνωρίσιμα, κινούνται και συμπεριφέρονται σαν φορείς, σύμβολα μάλλον ενός κόσμο και μιας πραγματικότητας που προσιδιάζει στον βαθύτερο ψυχισμό της. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις αποσπά την προσοχή του αναγνώστη μια ιδιότυπη αίσθηση θεατρικότητας• μια διάθεση του ποιητικού υποκειμένου να δραματοποιήσει και να υποδυθεί τον εαυτό του, προσδίδοντάς του όμως και άλλες, επιπλέον ιδιότητες, ανταποκρινόμενες στις μύχιες προθέσεις του. Το θετικό εν προκειμένω είναι ότι δεν επικρατεί ο σκηνικός λόγος, η θεατρικότητα, αλλά η σιωπή της σκηνής, η ερημιά της, όπως όταν έχει αδειάσει και πλανώνται στην επιφάνειά της χειρονομίες μόνο και ψίθυροι όσων πρόλαβαν να ειπωθούν.
Ο λόγος της Μαρίας Κουλούρη είναι πρωτίστως ένας λόγος αφηγηματικός, συνειρμικός, διανθισμένος με σύμβολα και αλληγορίες, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο προφανείς, με μέτρο εμπλουτισμένος με στοιχεία λόγια, που τη βοηθούν στο να κρατηθεί στη δέουσα απόσταση από τα προσωπικά της πάθη. Διακρίνονται ακόμη σ’ αυτόν στοιχεία μιας ως επί το πλείστον υποδόριας ειρωνείας, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι απόρροια μιας κριτικής διάθεσής της μπροστά στα ατομικά και στα κοινωνικά δρώμενα. Σκέφτομαι μάλιστα ότι αυτά ακριβώς τα στοιχεία, της ειρωνείας, την προφυλάσσουν από την άμεση έκθεση των όσων προτίθεται να εξομολογηθεί και να εκθέσει, βοηθώντας την, κατά περίπτωση, στις κατάλληλες αντιστοιχίες, ώστε να έχει ο λόγος της την απαιτούμενη, σύμφωνα με τα μοντερνιστικά πρότυπα, αμφισημία.