Μυρτώ Χμιελέφσκι

(Μυρτώ Χμιελέφσκι, 24+7, Εκδόσεις Θράκα, Αθήνα 2018)

­Κώστας Γ. Παπαγεωργίου­

Πρώτη ποιητική εμφάνιση της Μυρτώς Χμιελέφσκι, από το πολύ σύντομο, προφανώς λόγω σεμνότητας, βιογραφικό τής οποίας μαθαίνουμε ότι γεννήθηκε στη Στοκχόλμη το 1975 και ότι είναι εικαστικός. Αυτό το τελευταίο θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογήσει, μάλλον να αιτιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο η ποιήτρια προσεγγίζει και ακινητοποιεί εικόνες, περιστάσεις, συμβάντα και χειρονομίες που υποπίπτουν στην αντίληψή της και την ενεργοποιούν ποιητικά. Τον τρόπο με τον οποίο περιφέροντας την κοινωνικά ευαίσθητη ματιά της παρατηρεί και απεργάζεται πτυχές της τελετουργικά επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας μιας απρόσωπης, παγερά αδιάφορης για όλα όσα συμβαίνουν στους κόλπους της, βυθισμένης στο κενό του χρόνου, πόλης.

Η Μυρτώ Χμιελέφσκι εστιάζει την προσοχή της και την ενδιάθετη, άλλοτε προφανή και άλλοτε υποδόρια, τάση της να παρατηρεί τα γύρω της τεκταινόμενα και δρώμενα, σε μεμονωμένες περιπτώσεις, ενδεικτικές ενός τρέχοντας και χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον, αυτοαναλωνόμενου τρόπου ζωής, συνδυάζοντας συνεπαγωγά ό,τι αντιλαμβάνεται δια των αισθήσεων με ότι διαισθάνεται, σχεδιάζοντας, στο πεδίο της ποίησης, μικρά, εξπρεσιονιστικά χαραγμένα πορτραίτα απλών, αφανών ανθρώπων, εκπροσώπων ενός κόσμου που υπάρχει, ζει και κινείται κυρίως στις παρυφές μιας βυθισμένης στον εαυτό της καθημερινότητας. Ανθρώπων που, περιβεβλημένοι, προστατευμένοι θα έλεγε κανείς από τον απόηχο της εμπλοκής τους στα γρανάζια της ζωής τους και της ζωής που τους περιβάλλει, από τη μιζέρια τους, δημιουργούν μηχανισμούς άμυνας· με άλλα λόγια κλείνονται στον εαυτό τους, γεγονός που περιορίζει ακόμα περισσότερο τις δυνατότητες επικοινωνίας με τον εαυτό τους και με τους άλλους.

Πρόκειται για ανθρώπους με περιορισμένους ορίζοντες δράσης και αντίδρασης, κατακλεισμένους από μικρά και αδιάφορα, αυτοεξανεμιζόμενα πάθη, συνθλιμμένα ανάμεσα σε ασήμαντες «μικροποσότητες θυμού». Η μονίμως  περιφερόμενη και περιστρεφόμενη διεισδυτική ματιά της ποιήτριας αναζητεί, πίσω από την επιφάνεια των πραγματικών ή φανταστικών εικόνων που εντοπίζει και καταγράφει, στοιχεία πρόσφορα για συναισθηματικές ή συγκινησιακές, αν όχι κορυφώσεις, τουλάχιστον συναισθήσεις. Απομονώνει ό,τι εκπέμπει ή αναθρώσκει μία έντονη ή νηφάλια λύπη και προσφέρεται για τη συναγωγή συμπερασμάτων σχετικών με τη μοναξιά που σαν ρούχο φθαρμένο καλύπτει προστατευτικά τα σώματα και τις ψυχές των ανθρώπων που την κινητοποιούν ποιητικά.

Κάποια ποιήματα της συλλογής «διαβάζονται» σαν λυπημένες μπαλάντες με τη μουσική τους άηχη σχεδόν, υποκαταστημένη από την τρυφερότητα και την προσήνεια της ματιάς της ποιήτριας_ τρυφερότητα που σε καμία περίπτωση δεν αμβλύνει την κάποτε έντονη κριτική της διάθεση απέναντι στις ποικίλες εκδοχές του μικροαστισμού και στη συγκατάβαση μπροστά στον μηχανισμό της αλλοτρίωσης. Σαρκάζει, λοιπόν, αλλά και αυτοσαρκάζεται, όταν διαπιστώνει ή διαισθάνεται ότι, έστω χωρίς να το συνειδητοποιεί, κρατάει κάποιες αποστάσεις ασφαλείας από τα θύματα της πραγματικότητας που η ίδια απορρίπτει και χλευάζει. Και τότε είναι που τα επαναπροσεγγίζει, με σαφέστερη την πρόθεση να ψαύσει στα πρόσωπά τους τα διάσπαρτα ίχνη της θλίψης και της αίσθησης της κοινωνικής αδικίας που τα διακατέχει.

Καταγράφει συμβάντα, σκηνές και καταστάσεις της καθημερινότητας σαν ένας περιφερόμενος χρονικογράφος και δεν χάνει ευκαιρία να εκφράσει -τις περισσότερες φορές με διακριτικότητα, κρύβοντας τον θυμό και την ανατρεπτική της διάθεση- τη δυσφορία της μπροστά στο φαινόμενο της παγερής αδιαφορίας στη θέα των πανταχού παρόντων ανθρώπινων ρακών. Ρακών που συνήθως αναζητεί και συναντά εκεί όπου κατά κανόνα συνωθούνται, περιφέροντας τη μοναξιά και τη λύπη τους, εκπρόσωποι όλων των κοινωνικών τάξεων: στις γύρω από την Ομόνοια γειτονιές, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στους σταθμούς, στα λεωφορεία, στο μετρό και σε κάθε σημείο της πόλης που προσφέρεται ως σκηνικό της καθημερινής διασταύρωσης ανθρώπων τόσο διαφορετικών μεταξύ τους αλλά και τόσο αδιάφορων για τη δυστυχία του διπλανού τους.

Επιλέγω το πορτραίτο ενός ανθρώπου που περιστασιακά κίνησε το ενδιαφέρον της ποιήτριας: «Πόσο κατάξανθα μαλλιά μπλε καθρέφτες τα γυαλιά / τα πόδια κρύφτηκαν μες στο κολάν / και στο πρόσωπο make up παστουρμάς / έπεσε πολύς στου πάρτι τα πιτάκια / δεκάδες μισοφαγώθηκαν στα πλαστικά πιατάκια». Αλλού αναφέρεται στα συσσίτια που αφειδώς παρέχονται σε άστεγους, άσιτους και κάθε μορφής αναξιοπαθούντες· στο παγερό καλωσόρισμά τους από τους εκάστοτε διοργανωτές που, όπως είναι φυσικό, αναστέλλει οποιαδήποτε πρόθεσή τους για κατάθεση ψυχής· στην πραγματικότητα είναι ίσκιοι, φευγαλέες παρουσίες που γίνονται για μια στιγμή αισθητές και ύστερα χάνονται, βυθίζονται στη λάσπη της καθημερινότητας χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη, χωρίς κάποιον απόηχο ζωής.

Τα 7 τελευταία ποιήματα αποτελούν κι αυτά εκδοχές της σκληρής πραγματικότητας που αδιαλείπτως κινητοποιεί κατά πρώτο λόγο ποιητικά και κατά δεύτερο λόγο κοινωνικά την ποιήτρια. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι πρόκειται για ποιήματα πεζόμορφα, με κυρίαρχο το στοιχείο της αφήγησης, χωρίς ωστόσο να αποδυναμώνεται ο ποιητικός τους πυρήνας. Αποτελούν και αυτά στιγμιότυπα μιας ανούσιας ζωής, όπου η όποια επικοινωνία πραγματοποιείται με την υπόκρουση ήχων υπενθυμιστικών της ζωτικής ανάγκης για επιβίωση. Είναι κι αυτά -μάλλον περισσότερο- εικαστικές προσεγγίσεις πτυχών ενός αδιάφορου, βυθισμένου στο τέλμα της ανέχειας και της συνήθειας  μικροαστισμού, όπως αυτός εκδηλώνεται, στην πιο θλιβερή μορφή του, σε περίκλειστες οικογενειακές καταστάσεις, όπου τα αντικείμενα και τα σκεύη υπερισχύουν, ως όγκοι, των ανθρώπων που τα περιβάλλουν, σε γειτονιές με «μυρωδιές κακόγευστης μαγειρικής», με δρόμους και εικόνες ζωής χωρίς κανένα ενδιαφέρον, που δεν αξίζει τον κόπο να ενδιαφερθεί κανείς γι’ αυτές. Ακόμα και τα όνειρα, σε έναν τέτοιο κόσμο, είναι ενισχυτικά του αισθήματος της ενοχής και κάνουν υπέρογκη της αίσθηση του κοινωνικού αποκλεισμού· όσο για την ποιήτρια, επισημαίνοντας, καταγράφοντας και απεικονίζοντας μεμονωμένες περιπτώσεις, συνθέτει το λυπημένο παζλ της εποχής της, παρεμβαίνοντας θερμαντικά, με τη διακριτικότητα του ανθρώπου που δεν θέλει να φανεί και να ξεχωρίσει.

(Τα Ποιητικά, τχ. 35, Σεπτέμβριος 2019, σελ.15)