Ρυθμοί του κορμιού και της ψυχής

(Νίκος Ερηνάκης, ακόμα βαφτιζόμαστε, Εκδόσεις Κείμενα, Αθήνα 2022)

Τιτίκα Δημητρούλια

Το ποίημα που ανοίγει την τρίτη ποιητική συλλογή του Νίκου Ερηνάκη και την τιτλοφορεί στηρίζεται σε δυο χρονικά επιρρήματα: ένα «ξανά» κι ένα «ακόμα». Το ξανά μιας αντάμωσης, μιας επανασύνδεσης που οδηγεί από το ανάνθιστο εγώ στο εμείς του θαύματος:

  σας συναντώ ξανά

        επιχειρούμε το θαύμα

                       στο ασυνεχές

     ανακαλύπτουμε ουλές.

Το ακόμα μιας βάφτισης που διαρκεί, σημαίνοντας την ταυτότητα ως επαναλαμβανόμενη τελετουργία, ποιητικά συναρτώμενη προς μια άλλη, φυσική άνθιση:

βαφτιζόμαστε

          στις νεραντζιές που ανθίζουν

στους δρόμους του κέντρου.

Βάφτιση σε (σοφά) δέντρα και το μόνο νερό αυτό με το οποίο οι «κρίσης κρήνες» ποτίζουν το συλλογικό υποκείμενο, που δεν δυσφορεί, αντίθετα το ζητάει. Βάφτιση στο οικείο βίωμα και το άρωμά του, σε έναν κόσμο που παρ’ όλες τις αλλαγές παραμένει: ό,τι κόσμος ήταν / κόσμος παραμένει. Η τριμερής δομή ολοκληρώνεται με ένα τοπικό επίρρημα στη μέση του ποιήματος, «ανάμεσα»: ανάμεσα στον ήλιο και σε μια ανοιχτή φλέβα. Ένα ανάμεσα που εξυπονοείται και ως χρονικό, ενδείκτης της διαδρομής υπό την ακτινοβολία των «κυκλικών ρυθμών», οι οποίοι κατασκευάζουν τον χρόνο, με την επανάληψη που γεννά μέσα από το ίδιο τη διαφορά και την εξέλιξη. Διαλεκτική του αυτού και του έτερου στην επικράτεια μιας άλλης, υπονοούμενης διαλεκτικής, στο βασίλειο των αναγκών, όπως ‘βαφτίζεται’ η πρώτη ενότητα της συλλογής, όπου το ανάμεσα σημαίνει τελικά και τη φύση του ανθρώπου: δεν ορίζεται ούτε μόνο εσωτερικά, ως ουσία, ούτε μόνο εξωτερικά, ως κοινωνικός επικαθορισμός, αλλά συγκροτείται από την ύπαρξή του ανάμεσα στους άλλους, από τη διατομικότητα όπως την ορίζει ο Ετιέν Μπαλιμπάρ. Ένα ξανά ανάμεσα ακόμα και πάντα. 

Δεν ξέρω αν ο Ερηνάκης είχε στον νου του τον Μαρξ, τον Μπαλιμπάρ, τον Γκράμσι και την ηγεμονία του, τον Λεφέβρ αλλά και τον Μπασλάρ και τη ρυθμανάλυσή τους σε σχέση με τον χώρο και τον χρόνο -ή μήπως και με την κυκλικότητα των ίδιων των κρίσεων; Το θεωρώ πιθανό, καθώς ο λόγος του υφαίνει ένα πυκνό δίχτυ όπου οι έννοιες, τα σχήματα, οι διερωτήσεις επανέρχονται και σημαίνουν, αλλάζουν την προοπτική: ωσότου αποσυρθεί η στιγμή / από την επανάληψή της, διαβάζουμε στη «Φεύγουσα κόρη» που εισάγει τον ελευσίνιο μύθο ανάμεσα στο ερωτικό βίωμα, γνώρισα ένα κορίτσι που όλο φεύγει, και τον (διευρυμένο) αναστοχασμό του· όλα έχουν ιδωθεί / και όλα θα ιδωθούν ξανά («Θα πάρει καιρό τη ζωή να υμνήσουμε ξανά»). Μετάβαση, επάνοδος, διαβάζουμε στο ποίημα «Στο χορτάρι έξω από τη γνώση». «Κάλεσμα» πολύσημο είναι ο τίτλος του τελευταίου ποιήματος της ενότητας, που κλείνει μπεκετικά: όχι πια «δεν μπορώ να προχωρήσω, θα προχωρήσω», αλλά «δεν θέλω να προχωρήσω, θα προχωρήσω». Κι ο κύκλος των φανερών και αφανών και ίσως κι ανύπαρκτων εντέλει αναφορών διευρύνεται στις επόμενες ενότητες, με τους τίτλους τους που δηλώνουν πάντα χώρο που είναι χρόνος, βίωμα που είναι κοινή υπαρξιακή-πολιτική συνθήκη: «σε ανεπιθύμητες αποικίες», «στη μακρινή ακτή», «στη χώρα των ζωντανών». Η ύλη και το όνομα, τα καθολικά και η απουσία αντικειμένου αναφοράς -ή μήπως ο νομιναλισμός ως πρόδρομος του υλισμού κατά Μαρξ ή ως ο υλισμός ο ίδιος κατά Αλτουσέρ;-, η σκέψη, η γνώση και η γλώσσα, η λέξη και το σύμβολο Και μαζί η αγωνία και η λύτρωση, η ζωή και ο θάνατος, ο έρωτας, η ποίηση κι η εξέγερση, η σύζευξη ως οντολογικό είναι-μαζί κι αλληλοβάφτιση, μοιρασμένη ταυτότητα, η μόνη λύση σ’ αυτό που οριστική λύση δεν έχει -κι η λύτρωση έρχεται, κάποτε, απρόσμενη («Αυτό υποτίθεται ότι θα ήταν το μέλλον») και σαν να ακούω χαμηλόφωνες κουβέντες με τον Χριστόφορο Λιοντάκη ανάμεσα στους στίχους

Κάποια διακείμενα είναι ενδεχόμενα αλλά πολύ πιθανά, κάποια άλλα όπως ο Κίρκεργκωρ με τους περίφημους συμπαρανεκρώμενούς του δεδομένα. Το πλέον βέβαιο όμως είναι ότι όλη η συλλογή διαπνέεται από έναν στοχασμό που εντάσσει συστηματικά και με φυσικότητα το πιο προσωπικό βίωμα της αγωνίας της ταυτότητας εν τω κόσμω και μαζί με τον άλλον σε φιλοσοφικά και πολιτικά συμφραζόμενα, με μια ρυθμική αγωγή που ενώνει, χωρίζει και πάλι από την αρχή, εντός, εκτός, επί τα αυτά αλλά και επί τα άλλα, αναζητώντας την ομορφιά που δεν υπάρχει / αλλά καθορίζει ό,τι είμαστε, με μαύρο πέπλο καλυμμένη / στο βασίλειο των αναγκών («Μέτωπα»). Έναν στοχασμό που ουδεμία σχέση έχει με κούφιους κομπασμούς περί «φιλοσοφικής ποιήσεως», αλλά μοιράζεται μαζί μας απλώς  έναν μεταιχμιακό συντονισμό / το παράλογο της αναγκαιότητας / μια θολή μελωδία // ο,τιδήποτε αν μη τι άλλο έχει απομείνει / να μετουσιωθεί σε φως («Μέτωπα»).

Διότι ο Ερηνάκης δεν έχει καμία πρόθεση εντέλει να ποιητικοποιήσει την πραγματικότητα, αλλά κάθε πρόθεση να πραγματώσει την ποίηση («Όποτε βρέχει θυμίζει ντροπή») κι εμάς αυτό μας νοιάζει. Κι ας δυσκολεύεται το ποιητικό αντικείμενο να βρεθεί εντός ρυθμού, του κορμιού, του λόγου, του κόσμου. Κι ας είναι όλα κατακερματισμένα, θρυμματισμένα ή αφόρητα συμπαγή τριγύρω, κι η ραγισματιά και η ρωγμή αντίθετες κι αξεχώριστες. Η ποίηση είναι ροή και κάλεσμα, συναίρεση των αντιθέτων και σαφής τοποθέτηση στις μέσα και τις έξω μάχες, υπέρ αυτών που είναι και ο λόγος τα αγκαλιάζει, έρωτας χωρίς όρια, κομμάτι της μεγάλης αφήγησης που μας συντροφεύει και πάλι και νικά τη μοναξιά («Θα δοθεί μια μάχη»). Μια μεγάλη αφήγηση γεμάτη ρωγμές αλλά στέρεη όσο το βλέμμα, το χάδι, η κραυγή.

Η συλλογή του Ερηνάκη είναι μια αυτοπροσωπογραφία και μαζί πορτρέτο μιας γενιάς που ψάχνει το πρόσωπό της και δεν παραδίδει τα όπλα, πλάι σε άλλα πορτρέτα, ίδια και διαφορετικά, που μας έχουν χαρίσει ομήλικοί του ποιητές. Είναι μαζί και μια εικόνα του κόσμου, σταθερή εικόνα ενός πάντα ασταθούς φαινομένου («Η φεύγουσα κόρη»). Ένα υπαινικτικό άσμα ασμάτων. Ένα χαμηλόφωνο αισθητικό-πολιτικό μανιφέστο, που ενσωματώνει τα ρόδα, επειδή πεθαίνουν πρώτα, στον πολιτικό λόγο, ο οποίος δεν μπορεί παρά να είναι πολλαπλός, ερωτικός, ρυθμικός -σαν τη ζωή την ίδια. Είναι μια συλλογή που διαβάζεται τη μια φορά έτσι και την άλλη αλλιώς και πάλι από την αρχή, με τον δικό της ρυθμό να προσαρμόζεται στον ρυθμό του αναγνώστη. Μια συλλογή που δικαιώνει τις υποσχέσεις της αρχής με τον καλύτερο τρόπο και δίνει νέες για το μέλλον.

(Τα Ποιητικά, τχ. 46, Ιούλιος/ Σεπτέμβριος 2022, σελ. 13)